Το να επιχαίρεις επειδή ο Λάκης Λαζόπουλος έπαιξε στο Ηρώδειο μπροστά σε άδειες κερκίδες, το να ηδονίζεσαι από την πτώση του, φανερώνει τα χειρότερα. Οχι για εκείνον. Για σένα. Παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια πολλούς θεαματικούς ξεπεσμούς. Ανθρωποι που, στα ελπιδοφόρα 80s, στα ανέμελα 90s, στα βουλιμικά 00s, περνιόντουσαν για ημίθεοι, λατρεύονταν από τα πλήθη, περιβάλλονταν από αυλές, ξόδευαν σαν εμίρηδες και ναρκισσεύονταν σαν αστέρες του Χόλιγουντ, βρέθηκαν αίφνης χρεοκοπημένοι, άνεργοι, αξιοθρήνητοι. Κάποιοι κινδύνεψαν να σαπίσουν στη φυλακή. Αλλοι αρρώστησαν από τον καημό τους. Αλλοι κατέληξαν να γλείφουν εκεί όπου κάποτε ούτε να φτύσουν καταδέχονταν. Κατάντησαν περιφερόμενες τηλεπερσόνες, μικρομαγαζάτορες, γραφικές φιγούρες για να τους δείχνουν οι παλιοί στους νεότερους – «αυτός ο φουκαράς βαψομαλλιάς ήταν μεγάλος και τρανός…». Λίγοι απεδείχθησαν τόσο επιτήδειοι χαμαιλέοντες ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους και στη νέα κατάσταση, αποτασσόμενοι το λάιφσταϊλ και υψώνοντας τα λάβαρα της Αγανάκτησης. Από σκληρή πόρτα στο πιο «ιν» κλαμπ – στο αθηναϊκό Studio 54 -, οπαδός ξαφνικά της «πρώτη φορά Αριστεράς», το είδαμε κι αυτό το φρούτο…
Και η κοινή γνώμη να χαχανίζει με τα χάλια όσων κάποτε χειροκροτούσε. Και ο συσσωρευμένος φθόνος να ξεσπάει με γιούχα, με «ψόφα!», όπως στον Μεσαίωνα, που οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί άλλη διασκέδαση δεν είχαν από το να συρρέουν στις πλατείες και να παρακολουθούν θανατικές εκτελέσεις, να εξευτελίζουν τον σιδηροδέσμιο ληστή – τον βασιλιά κάποτε των ορέων – προτού τον αναλάβει ο δήμιος…
Ο Λάκης Λαζόπουλος αποτελεί ωστόσο εντελώς ξεχωριστή περίπτωση. Υπήρξε ο πιο πηγαίος, ο πιο χαρισματικός παραστατικός καλλιτέχνης της γενιάς του. Ξεπρόβαλε από το πουθενά – χωρίς θεατρικές σπουδές, χωρίς χρήσιμες γνωριμίες, δίχως καν το βερνίκι που αποκτάς μεγαλώνοντας στην πόλη -, εμφανίστηκε ως βλαχάκι που δεν το έπιανε το μάτι σου και ταχύτατα μεσουράνησε. Διέθετε θεία δωρεά. Την ικανότητα να βγαίνει από τον εαυτό του και να παρατηρεί εξονυχιστικά όλους τους άλλους. Να τους περνάει από τον αξονικό του τομογράφο. Να εντοπίζει τη βαθιά ουσία τους και να την αποδίδει με ανατριχιαστική ακρίβεια στη σκηνή ή στην οθόνη. Χάρη σε αυτό του το ταλέντο έγινε ο μεγεθυντικός καθρέπτης της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό του το ταλέντο – που θα όφειλε να το προστατεύει ως κόρην οφθαλμού – το κακοποίησε, το έβγαλε σε πλειστηριασμό, το εκπόρνευσε κανονικότατα. Και τιμωρήθηκε.
Το πεπρωμένο τού κάθε ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του. Λένε για τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ, τον εκ του αποτελέσματος σημαντικότερο αμερικανό πρόεδρο του 20ού αιώνα, ότι είχε μυαλό δεύτερης κατηγορίας, αλλά ιδιοσυγκρασία – σθένος, αποφασιστικότητα, πίστη στον εαυτό και στις αρχές του – ασύγκριτη.
Μια ψυχική ραχοκοκαλιά που να αντέχει στις θύελλες σαν καλοχτισμένο κατάρτι. Μια αξιακή πυξίδα που να μην τρελαίνεται από τις κολακείες ούτε από τις αποδοκιμασίες. Μια εσωτερική αυτάρκεια η οποία να σε διατηρεί εξίσου ψύχραιμο, εξίσου παιγνιώδη κι όταν απολαμβάνεις την ευμάρεια κι όταν μαστίζεσαι από τη φτώχεια. Αποτελούν τα πιο πολύτιμα δώρα που θα μπορούσε να λαχταρά ένας γονιός για το παιδί του. Εάν τα στερείσαι, καταντάς ασπόνδυλος, ακόρεστος, εξαρτημένος από πειρασμούς, τζουτζές του πλούτου και της εξουσίας.
Ο καλλιτέχνης μοιάζει με τον μοναχό στο ότι αμφότεροι αναφέρονται σε κάτι υψηλότερο, πέρα από τα καθημερινά, τα τετριμμένα. Διεκδικούν και οι δύο ένα ελάχιστο κομμάτι αθανασίας. «Η Τέχνη είναι η μεγαλύτερη Κερά του κόσμου» έγραφε ο Καβάφης. Οποιος την αρνείται – συμπλήρωνε – για το ελεεινά του καλό σπίτι, για τα ελεεινά του καλά ρούχα, για την ελεεινά καλή κοινωνική του θέση, ας αρκεσθεί σε αυτά. Αλλά πώς να αρκεσθεί;
Αυτομαστιγωνόταν ο Γέρος της Αλεξάνδρειας, με υπερβολική σκληρότητα, επειδή αντί να αφοσιωθεί στην ποίηση, ξόδευε τις μέρες του ως υπάλληλος στο Γραφείο Αρδεύσεων. Εναν αιώνα αργότερα, ένας εξαιρετικά προικισμένος καλλιτέχνης θέλησε να ανταλλάξει το ταλέντο του με την – άνευ ορίων, άνευ όρων – αποδοχή του κόσμου. Τα έχασε τελικά και τα δύο. Κι έγινε από κωμικός, τραγικός.