«Θα πάω στο Χόλιγουντ και θα γίνω ηθοποιός, θα γίνω μεγάλος σταρ!». Ο Μπαρτ Ρέινολντς το είπε και το έκανε. Το είπε όταν είδε ότι μια άλλη καριέρα, στο μεγάλο πάθος του, το αμερικανικό φούτμπολ, διεκόπη απότομα εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού του στο γόνατο. Μην μπορώντας πλέον να ανταποκριθεί σε αυτή τη μεγάλη αγάπη του (την οποία ποτέ δεν εγκατέλειψε), ο Ρέινολντς άρχισε καλοκαιρινά μαθήματα υποκριτικής στο Παλμ Μπιτς. Και πράγματι, κάποια στιγμή, αφού πρώτα πέρασε από τη Νέα Υόρκη, κατέληξε στο Λος Αντζελες, όπου το δεύτερο όνειρό του, σταρ του σινεμά, έμελλε να γίνει πραγματικότητα. Χρειάστηκε βέβαια να κοπιάσει προτού γευτεί την επιτυχία πλένοντας πιάτα και κάνοντας διάφορες άλλες δουλειές του ποδαριού για τα προς το ζην. Οπως όλοι σχεδόν.
Η καριέρα του Ρέινολντς ουσιαστικά αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με σύντομα περάσματα σε γουέστερν, περιπέτειες και θρίλερ της τηλεόρασης, ένας ηθοποιός για «όλες τις δουλειές» που ίσως να εξελισσόταν σε κάτι μεγαλύτερο. Και όντως αυτό έγινε. Η πιο δημιουργική δεκαετία του Μπαρτ Ρέινολντς ήταν εκείνη του 1970, όταν κοντά στα σαράντα του πια (γεννήθηκε το 1936 στο Μίτσιγκαν), κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο εμπορικούς ηθοποιούς του αμερικανικού κινηματογράφου αλλά και σύμβολο του σεξ, κάτι στο οποίο συνέβαλε αρκετά η σχεδόν γυμνή φωτογράφισή του για το «Cosmopolitan». Ο Ρέινολντς εξάλλου για ένα μεγάλο διάστημα υπήρξε «προϊόν» των ταμπλόιντ, τόσο λόγω της σχέσης του με τη Σάλι Φιλντ όσο και με τη Λόνι Αντερσον, την οποία παντρεύτηκε το 1988 και ο γάμος διήρκεσε έξι χρόνια.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον τότε «ανταγωνιστή» του στις αντρίκειες περιπέτειες Κλιντ Ιστγουντ, η δημοτικότητα του Μπαρτ Ρέινολντς παρέμεινε ως επί το πλείστον εντός αμερικανικών συνόρων. Η macho εικόνα του είχε τις προδιαγραφές του «παλιόφιλου από τον Νότο», ο τύπος του ήρωα με τον οποίο ο μέσος αμερικανός θεατής μπορεί μια χαρά να επικοινωνήσει, όχι όμως και ο υπόλοιπος κόσμος. Ο τύπος του ήρωα σε ταινίες που ενώ είχαν τεράστια πέραση στην εποχή τους, αργότερα ξεχάστηκαν γιατί πολύ απλά ήταν ασήμαντες. «Ο ατσίδας και το λαγωνικό» και το «Cannonball» είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα – η δεύτερη είχε μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα.
Βέβαια ο Ρέινολντς υπήρξε και αρκετά τυχερός στις συνεργασίες του. Από τα λίγα πράγματα που μπορούν να ξεχωρίσουν στην τεράστια και ως επί το πλείστον αδιάφορη φιλμογραφία του (περισσότερες από 180 εμφανίσεις στο σινεμά και την τηλεόραση) είναι η συμμετοχή του στην κωμωδία του Γούντι Αλεν «Τα πάντα γύρω από το σεξ», στην κωμωδία του Μελ Μπρουκς «Η τελευταία τρέλα του Μελ Μπρουκς» και στις δύο ταινίες που γύρισε με σκηνοθέτη τον Ρόμπερτ Ολντριτς: το «Longest yard» όπου παίζει έναν παίκτη του αμερικανικού φούτμπολ και τον «Αστυνόμο και το κολ γκερλ», ένα νεονουάρ με χιούμορ όπου το κολ γκερλ ήταν η Κατρίν Ντενέβ.
Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν είχε την αξία της μιας από τις δύο πραγματικά σπουδαίες ταινίες του, στις οποίες ο Ρέινολντς, χωρίς αμφιβολία, πέτυχε τους καλύτερους ρόλους της ζωής του. Η μία είναι το «Οταν ξέσπασε η βία» (Deliverance, 1972), η μαρτυρική περιπέτεια τεσσάρων αστών που αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι με κανό και να δαμάσουν την άγρια φύση της Τζόρτζια πέφτοντας μοιραία στις προβλέψιμες και απρόβλεπτες παγίδες της. Ο Λούις, ο ήρωας του Ρέινολντς, πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, θα είναι εκείνος που θα πληρώσει το δεύτερο μεγαλύτερο τίμημα μετά τον θάνατο ενός άλλου και θα μείνει ανάπηρος.
Η δεύτερη σπουδαία ταινία του (την οποία ο ίδιος μίσησε παρότι τον οδήγησε για μία και μοναδική φορά στη ζωή του στις υποψηφιότητες των Οσκαρ) είναι οι «Ξέφρενες νύχτες» (1998) του Πολ Τόμας Αντερσον, μια νοσταλγική όσο και πικρόχολη ματιά στον κόσμο της αμερικανικής βιομηχανίας πορνό στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο Τζακ Χόρνερ του Ρέινολντς είναι ένας παραγωγός και σκηνοθέτης του χώρου ο οποίος ανακαλύπτει ένα νέο «ταλέντο» (Μαρκ Γουόλμπεργκ) και το προωθεί προς όφελος και των δύο, χωρίς όμως να μπορεί να φανταστεί τον εφιάλτη που αναμένει στη γωνία. Οι καιροί αλλάζουν…
Με τον Κλιντ Ιστγουντ ο Ρέινολντς έπαιξε σε μια αποτυχημένη ταινία, «Δύο καθάρματα στην ίδια πόλη», όμως παρά τις σκηνοθετικές ανησυχίες του Ρέινολντς, ο Ιστγουντ σε αυτόν τον τομέα τον πίσω του άφησε έτη φωτός. Ο Ρέινολντς γύρισε μερικές ταινίες ως σκηνοθέτης οι οποίες ήταν μονοδιάστατες, τίγκα στα κλισέ περιπέτειες πέραν ίσως της μαύρης κωμωδίας «The end» όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος στον ρόλο ενός ανθρώπου που βλέποντας ότι δεν έχει πολλή ζωή μπροστά του αποφασίζει να αυτοκτονήσει.
Η παρακμή άρχισε να φαίνεται στη δεκαετία του 1980 όταν ο Ρέινολντς έχασε την εμπορική ισχύ του και δεν την αντικατέστησε με κάτι άλλο. Ηδη είχε δοκιμαστεί ανεπιτυχώς στις ρομαντικές κωμωδίες παίζοντας σε ταινίες όπως το «Ανάμεσα σε δύο γυναίκες», το «Διαζύγιο με προθεσμία» ή στο φρικτό ριμέκ της κλασικής του Φρανσουά Τριφό «Ο άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες».
Αντιθέτως, ο δύσκολος χαρακτήρας του Ρέινολντς τον οδήγησε σε λάθος αποφάσεις, όπως το γεγονός ότι ενώ του είχαν προτείνει τον ρόλο του αστροναύτη Γκάρετ Μπρίντλοβ της ταινίας «Σχέσεις στοργής», εκείνος τον απέρριψε. Ο ρόλος έφτασε στα χέρια του Τζακ Νίκολσον που γι’ αυτόν βραβεύθηκε με το Οκαρ Β’ ρόλου. Ο Ρέινολντς δεν σταμάτησε ποτέ να αναφέρεται στην απόφασή του αυτή ως ένα από τα μεγαλύτερα επαγγελματικά λάθη του, τα οποία δεν ήταν και λίγα, αν ισχύει και το ότι απέρριψε τόσο τον ρόλο του αστυνομικού Τζον ΜακΛέιν (Μπρους Γουίλις) στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» όσο κι εκείνον του δισεκατομμυριούχου Εντουαρντ Λούις (Ρίτσαρντ Γκιρ) στο «Pretty woman».
Η ειρωνεία είναι ότι ο Ρέινολντς υπήρξε η πρώτη επιλογή του Μίλος Φόρμαν για τον ρόλο του τροφίμου Ραντλ Π. ΜακΜέρφι «Στη φωλιά του κούκου», ο οποίος εν τέλει δόθηκε στον Νίκολσον που γι’ αυτόν κέρδισε το πρώτο του Οσκαρ…