«Καπιταλισμός χωρίς χρεοκοπία είναι σαν χριστιανισμός χωρίς Κόλαση». Η φράση αυτή του αμερικανού αστροναύτη Φρανκ Μπόρμαν -που αργότερα έγινε πρόεδρος μιας αεροπορικής εταιρείας η οποία χρεοκόπησε- περιέχει όλο το δίπολο δημιουργίας-καταστροφής που υποστηρίζει το σύγχρονο οικονομικό σύστημα: άνθρωποι διαλύονται, επιχειρήσεις κλείνουν, χώρες χρεοκοπούν και κάπως έτσι υποτίθεται – ότι η οικονομία αναζωογονείται, εξαγνίζεται, οι αμαρτίες εξιλεώνονται και μπορεί να προχωρήσει.

Δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την κατάρρευση της Lehman Brothers, μιας παγκόσμιας εταιρείας με ιστορία 158 ετών -της τέταρτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας στη Βόρεια Αμερική. Μια κατάρρευση που οδήγησε στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση μετά το Κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του ’30. Από τη στιγμή που το υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ άφησαν τη Lehman Brothers να καταρρεύσει, όλα ήταν πιθανά -ο φόβος έγινε πανικός και χτύπησε την καρδιά του συστήματος, τη Wall Street, απειλώντας τους πάντες και τα πάντα. Η 15η Σεπτεμβρίου 2008 ήταν η δική μας εκδοχή του Κραχ του ’29 – οι επιπτώσεις της συνεχίζονται ακόμα και, με πολλούς τρόπους, σημαδεύουν τις ζωές μας.

Η Lehman Brothers -«οι τραπεζίτες της ήταν οι πιο αλαζόνες που υπήρχαν» περιγράφουν οικονομικοί συντάκτες της εποχής- διέπραξε ένα βασικό σφάλμα. Ηταν πολύ εκτεθειμένη στην αμερικανική αγορά ακινήτων. Ηδη από το καλοκαίρι του 2017 υπήρχε φούσκα των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου στις ΗΠΑ, με κύρια ευθύνη των τραπεζών που μοίραζαν αφειδώς στεγαστικά δάνεια. Στόχος των τραπεζών δεν ήταν τόσο να πάρουν τα λεφτά τους πίσω αλλά να δημιουργήσουν επενδυτικά προϊόντα στα οποία θα πόνταραν όσοι είχαν ροπή στον τζόγο προσδοκώντας δυσθεώρητα κέρδη.

Η 15η Σεπτεμβρίου άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. «Βρεθήκαμε εξαιρετικά κοντά σε μια παγκόσμια χρηματοοικονομική κατάρρευση» έγραψε ο Μπεν Μπερνάνκι, πρώην πρόεδρος της Fed, της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, και ένας από εκείνους που κλήθηκαν να διαχειριστούν το χάος. Η απάντηση, ουσιαστικά, ήταν να μην καταρρεύσει κάποια άλλη μεγάλη τράπεζα. «Εάν δεν κάνουμε κάτι, όλα θα πάνε στον διάολο» προειδοποίησε ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους στις 24 Σεπτεμβρίου, μόλις εννέα ημέρες αργότερα. Ετσι, μετά τη Lehman οι ΗΠΑ επέστρεψαν στον χριστιανισμό χωρίς Κόλαση: ο ασφαλιστικός γίγαντας AIG εθνικοποιήθηκε, η Merrill Lynch διασώθηκε καθώς πουλήθηκε στην Bank of America, η Goldman Sachs και η Morgan Stanley τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Fed, δύο άλλες τράπεζες αγοράστηκαν έναντι πινακίου φακής από το κράτος και ο υπουργός Οικονομικών Χανκ Πόλσον παρακαλούσε σχεδόν γονυπετής το Κογκρέσο να ενεργοποιήσει πακέτο 700 δισ. δολαρίων, ενώ ακολούθησαν φορολογικά κίνητρα και μεγάλες ενέσεις δημοσίου χρήματος σε τράπεζες σε όλον τον κόσμο. Κανένας δεν είχε δει κάτι τέτοιο πριν.

Και ποιος θα το φανταζόταν άλλωστε; Στην κυβέρνηση ήταν μια παρέα νεοφιλελεύθερων, εχθρών οποιουδήποτε ελέγχου και της παρουσίας του δημόσιου τομέα στην οικονομία. Στην Ευρώπη η Ανγκελα Μέρκελ, αφότου έσωσε τις τράπεζες και έπειτα από ένα σύντομο ιντερλούδιο κεϊνσιανισμού, αποφάσισε περικοπές και λιτότητα σε όλη την ήπειρο. Οσο για την Ελλάδα, εδώ ξέσπασε η «τέλεια καταιγίδα».

«Το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι γεμάτο λανθασμένα δόγματα, παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις: οι αγορές, εάν τις αφήσεις μόνες τους, δεν τείνουν στο να εξισορροπήσουν αλλά διογκώνουν τις φούσκες» λέει ο Τζορτζ Σόρος. «Η αιμομικτική σχέση μεταξύ των Αρχών και των τραπεζών τους κατέληξε να εκραγεί». Το αποτέλεσμα ήταν η πιο σοβαρή κρίση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η βασίλισσα Ελισάβετ είπε δημόσια αυτό που όλοι σκέφτονταν ιδιωτικά: «Μα καλά, κανένας δεν προέβλεψε ότι θα φθάναμε ως εδώ;». Θα μπορούσε η Lehman να διασωθεί; Οχι, λένε οι πρωταγωνιστές. Ναι, λένε όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι. Κι όμως, τα σημάδια ήταν εκεί από τις αρχές του 2008, όταν η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Bear Sterns άρχισε να έχει πρόβλημα ρευστότητας. Η κεντρική τράπεζα πήρε τοξικά assets δισεκατομμυρίων και κατόπιν το υπουργείο ξόδεψε εκατομμύρια δολάρια στις εταιρείες Fannie Mae και Freddie Mac που κατείχαν ή παρείχαν εγγυήσεις σε στεγαστικά δάνεια ύψους 12 τρισ. δολαρίων.

«Το πιο σημαντικό ήταν να σώσουμε τον κώλο μας» έγραψε ο Πόλσον στα απομνημονεύματά του. Μετά ήρθε η Lehman. Την άφησαν να καταρρεύσει επειδή θεωρήθηκε ότι ήταν λιγότερο συνδεδεμένη με το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα από άλλες. Και επειδή, όπως είπε ο Μπερνάνκι στο Κογκρέσο, νόμιζαν ότι «οι αγορές είχαν αρκετό χρόνο να προετοιμαστούν».

Ολα λάθος. Το χάος σύντομα επεκτάθηκε πέραν των ΗΠΑ. Εταιρείες όπως η Fortis, η Dexia, η Hypo, μετά οι ιρλανδικές τράπεζες, η Ισλανδία. Εξι χώρες της ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και ο πιο αδύναμος κρίκος, η Ελλάδα, χρειάστηκαν διάσωση. «Οχι άλλες Lehman» ήταν το σύνθημα. Τελικά μόνο η αποφασιστική και συντονισμένη παρέμβαση κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών σταμάτησαν τον πανικό. Ωστόσο λίγα άλλαξαν στα θυελλώδη ύδατα της οικονομικής πολιτικής. Οι Αμερικανοί βέβαια ξαναδιάβασαν Κέινς και ήταν πιο τολμηροί με τη νομισματική τους πολιτική. Η Ευρώπη όμως υπέφερε πολύ περισσότερο: η ΕΚΤ παρενέβη αργά και το Βερολίνο επέβαλε δημοσιονομικούς περιορισμούς που οδήγησαν την κρίση να διαρκέσει περισσότερο – πουθενά δεν το γνωρίζουν αυτό καλύτερα απ’ ό,τι εδώ στην Ελλάδα.

Κι έτσι σήμερα, 10 χρόνια αργότερα και ενώ οι τότε εργαζόμενοι στη L.B. διοργανώνουν πάρτι reunion, αναλογιζόμαστε τι θα μπορούσε να έχει γίνει διαφορετικό. Εκείνη την εποχή που, όπως έγραψε ο Πολ Οστερ, «φαινόταν λες κι ο κόσμος θα τελειώσει, αλλά δεν τέλειωσε».