Πιθανότατα δεν θα είναι το Ευρωκοινοβούλιο που ονειρεύονταν οι ιδρυτές πατέρες της ενωμένης Ευρώπης. Δεν θα είναι ένα σώμα που θα έχει προκύψει από την εκλογική μάχη ανάμεσα σε φιλευρωπαϊκό προοδευτικό στρατόπεδο από τη μία και ένα συντηρητικό αλλά πάντα φιλευρωπαϊκό στρατόπεδο από την άλλη. Δεν θα υπάρχει μια Αριστερά και μια Δεξιά που θα διαφωνούν σε πολλά, αλλά όχι πάνω στις θεμελιώδεις αρχές της Ενωσης.
Αυτό που διαφαίνεται αντίθετα είναι από τη μία πλευρά ένα φιλευρωπαϊκό στρατόπεδο το οποίο θα αποτελείται από την Κεντροδεξιά, την Κεντροαριστερά, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους – ένα είδος δημοκρατικού ευρωπαϊκού μετώπου. Και από την άλλη πλευρά, ένα αντιευρωπαϊκό στρατόπεδο το οποίο θα ενώνεται κάτω από την ιδέα ότι από μια Ευρώπη χωρίς σύνορα είναι προτιμότερο ένα έθνος που θα κλείνει τα σύνορά του απέναντι σε όσους θεωρεί ότι απειλούν την ταυτότητά του.
Αυτά είναι τα δύο στρατόπεδα που έχουν ήδη να εκπροσωπούν διάφοροι παίκτες στην Ευρώπη – ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο επικεφαλής της ιταλικής Λέγκας Ματέο Σαλβίνι είναι δύο τέτοια πρόσωπα. Και δίνουν τον τόνο: «Εάν αυτοί οι δύο πιστεύουν ότι εγώ είμαι ο αντίπαλός τους, έχουν δίκιο. Δεν θα παραδοθώ στους εθνικιστές και όσους χρησιμοποιούν μια ρητορική γεμάτη μίσος» θα δήλωνε ο Μακρόν στη συνάντηση του Σαλβίνι με τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας και εμπνευστή της «ανελεύθερης δημοκρατίας» Βίκτορ Ορμπαν. Ο Σαλβίνι δεν έχασε στιγμή: «Κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις, ο βασικός αντίπαλος του Μακρόν είναι ο γαλλικός λαός. Αντί να δίνει μαθήματα στους άλλους, ας ανοίξει διάπλατα τα σύνορά του» δήλωσε.
Κι αυτή δεν είναι παρά μια μικρή πρώτη γεύση των όσων πρόκειται να ζήσει η Ευρώπη τους επόμενους μήνες. Ανάμεσα στις 23 και τις 26 Μαΐου, υπενθυμίζει η «Κοριέρε ντέλα Σέρα», 400 εκατομμύρια Ευρωπαίοι καλούνται να εκλέξουν ένα Κοινοβούλιο με αυξημένες εξουσίες. Το νέο Ευρωκοινοβούλιο θα έχει και αυτό την τελευταία λέξη, μαζί με τις κυβερνήσεις, σε διάφορα πεδία – από τις τράπεζες έως τα ζιζανιοκτόνα. Κυρίως όμως θα δίνει (ή θα αρνείται) την ψήφο εμπιστοσύνης στην Κομισιόν που θα υποδεικνύουν οι 27 πρωτεύουσες. Χωρίς λοιπόν τη συγκατάθεση του Ευρωκοινοβουλίου δεν θα μπορεί να σχηματιστεί εκείνο το όργανο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της ΕΕ.
Κι όλα αυτά, ενώ αυτή τη φορά τίποτε δεν είναι δεδομένο ως προς τον νικητή. Αυτή τη φορά δεν είναι όπως το 2009 όταν ο μεγάλος συνασπισμός ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα κατέκτησε τα δύο τρίτα των εδρών. Μπορεί να μην είναι ούτε όπως το 2014 όταν ο μεγάλος συνασπισμός είχε την πλειοψηφία του 54% – πλειοψηφία που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο αδιανόητο σήμερα 40% της ιταλικής Κεντροαριστεράς. Τώρα η άλλοτε μειοψηφία κυβερνά στη Ρώμη, τη Βουδαπέστη και τη Βαρσοβία. Και αν συγκρίνει κανείς τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2014 με τα σημερινά δημοσκοπικά ποσοστά των κομμάτων στις δέκα χώρες από τις οποίες εκλέγονται τα δύο τρίτα των ευρωβουλευτών, θα βρεθεί ενώπιον μιας νέας πραγματικότητας.
Τι λέει αυτή η νέα πραγματικότητα; Οτι ο μεγάλος συνασπισμός δεν έχει πια την πλειοψηφία. Οτι, με βάση τις δημοσκοπήσεις, ο μεγάλος συνασπισμός στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Ουγγαρία χάνει εξήντα με εβδομήντα έδρες. Αυτό σημαίνει ότι θα υπολείπονται τριάντα εδρών για την πλειοψηφία, ενώ οι δεκαπέντε από αυτές θα είναι του Ορμπαν, το κόμμα του οποίου μπορεί να ανήκει τυπικά στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, αλλά είναι κάθετα αντίθετος στην Κομισιόν που θέλουν ο Μακρόν και η Ανγκελα Μέρκελ.
Στο μεταξύ, η ταυτοτική Δεξιά προελαύνει. Οι αναλυτές θεωρούν πολύ πιθανό να κατακτήσει τριάντα έδρες στην Ιταλία και δεκαπέντε στη Γερμανία, όπου το ξενοφοβικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία είναι δεύτερη δύναμη σε τρία κρατίδια και μπορεί να γίνει και σε ολόκληρη τη χώρα. Αυξάνει τις δυνάμεις της από το 2014 και στη Σουηδία, την Αυστρία, την Τσεχία, την Πολωνία. Κι αυτό που μένει να φανεί, είναι μέχρι πού θα φτάσει.