Δύο νέα σενάρια για τις περικοπές στις συντάξεις από 1/1/2019 βρίσκονται στο τραπέζι της κυβέρνησης και των δανειστών. Το ένα προβλέπει την εφαρμογή της περικοπής κατά 18%, άλλα μόνο για κύριες συντάξεις άνω των 1.000 ευρώ, ενώ το άλλο μικρότερο ψαλίδι στην προσωπική διαφορά, στα επίπεδα του 8%-9% για όλους.
Στην πρώτη περίπτωση οι χαμένοι από την εφαρμογή του ψηφισμένου από την κυβέρνηση μέτρου θα είναι όσοι λαμβάνουν συντάξεις άνω των 1.000 ευρώ, ενώ στη δεύτερη όλοι, αλλά με μικρότερες απώλειες. Το θέμα των περικοπών στις συντάξεις είναι το μεγαλύτερο αγκάθι που έχει μπροστά του το Μέγαρο Μαξίμου στον δρόμο προς τις κάλπες. Γι’ αυτό και μετά τα πρώτα αρνητικά μηνύματα που εισέπραξε από τους δανειστές για το ενδεχόμενο ακύρωσης του μέτρου, αναζητά εναλλακτικά σενάρια που θα περιορίσουν το πολιτικό κόστος που φέρνει η επιβολή του.
Σε περίπτωση που προκριθεί το πρώτο σενάριο για περικοπή των κύριων συντάξεων άνω των 1.000 ευρώ, η κυβέρνηση σκοπεύει να ισχυριστεί ότι προστατεύει τους χαμηλοσυνταξιούχους που αποτελούν και το μεγαλύτερο πλήθος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ότι περιορίστηκαν οι απώλειες. Αυτή τη στιγμή, πάντως, οριστικές αποφάσεις δεν υπάρχουν και όπως έδειξε η άμεση διάψευση από τους δανειστές του τηλεγραφήματος του ΑΠΕ ότι έχουν συμφωνήσει στην ακύρωση του μέτρου, η κυβέρνηση δύσκολα θα αποφύγει να πιει το πικρό ποτήρι των περικοπών, οι οριστικές αποφάσεις για τις οποίες αναδεικνύονται σε καταλύτη των πολιτικών εξελίξεων τους επόμενους μήνες στη χώρα.
Τι λένε οι δανειστές
Στο τραπέζι βεβαίως εξακολουθεί να βρίσκεται από την πλευρά των δανειστών και η ολοκληρωτική εφαρμογή του νόμου της περικοπής των συντάξεων από την 1η Ιανουαρίου 2019 όπως ακριβώς έχει ψηφιστεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη Βουλή και προβλέπει τη μείωση της προσωπικής διαφοράς κατά 18%. Για την εφαρμογή του μέτρου χωρίς εκπτώσεις εξακολουθούν, άλλωστε, να επιμένουν χώρες της ευρωζώνης κάνοντας τις συζητήσεις ιδιαίτερα περίπλοκες. Από τις συζητήσεις με τους δανειστές προκύπτει ότι δεν έχουν εγκαταλειφθεί ούτε τα δύο αρχικά σενάρια για τα οποία είχαν γράψει «ΤΑ ΝΕΑ» και προβλέπουν:
n Μείωση των κύριων και επικουρικών συντάξεων σε τέσσερις ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, σε βάθος διετίας και όχι κατευθείαν από την 1η Ιανουαρίου 2019.
n Αναβολή της εφαρμογής των προνομοθετημένων περικοπών για έξι μήνες, χωρίς όμως να ακυρώνεται το μέτρο. Στο σενάριο αυτό, οι συνταξιούχοι θα δουν να μπαίνει το ψαλίδι στις συντάξεις τους από την 1η Ιουλίου 2019 αντί την ερχόμενη Πρωτοχρονιά, κάτι που βολεύει προεκλογικά τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς
Οι αποφάσεις
Πάντως οι τελικές αποφάσεις για την τύχη των συντάξεων αναμένεται να ληφθούν τον Νοέμβριο από το Eurogroup, πριν από την κατάθεση του τελικού σχεδίου του προϋπολογισμού του 2019 και αφού φυσικά θα έχει πει την τελευταία λέξη ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς.
Η υπουργός Εργασίας διευκρίνισε την περασμένη εβδομάδα ότι η ελληνική πλευρά ενημέρωσε τους θεσμούς πως η περικοπή δεν είναι διαρθρωτικά αναγκαία και ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη της χώρας είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, συν του ότι η χώρα πετυχαίνει τους στόχους της. Ανέφερε επίσης ότι χρειάζεται απλώς να γίνουν ακόμη κάποιες συζητήσεις και να υποβληθούν κάποια στοιχεία ακόμη.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος Κατρούγκαλου με τις 21 περικοπές που επέβαλε σε συντάξεις και επιδόματα συνέβαλε στη ραγδαία φτωχοποίηση των συνταξιούχων.
Oπως τονίζει η ΕΝΥΠΕΚΚ (Ενωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους) είναι αυταπόδεικτο ότι για τέταρτη χρονιά από την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου και τρίτη χρονιά από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου, οι χαμηλές κύριες και επικουρικές συντάξεις έχουν εκτοξευθεί σε πρωτοφανή επίπεδα για ευρωπαϊκή χώρα! Από τα στοιχεία αβίαστα προκύπτει ότι ο νόμος Κατρούγκαλου δεν στόχευσε στην αναμόρφωση του Ασφαλιστικού Συστήματος της χώρας μας, αλλά στη μεταφορά πλούτου από τους συνταξιούχους στα κρατικά ταμεία και τους δανειστές. Στην ουσία ο νόμος Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016) λειτουργεί μέσω της διαρκούς συμπίεσης συντάξεων και μισθών (μέσω της μείωσης των εισφορών και των εισοδημάτων), ως μόνιμος μηχανισμός εσωτερικής υποτίμησης στη χώρα μας, παρατηρεί η ΕΝΥΠΕΚΚ.
Αχρείαστη περικοπή
Την ίδια ώρα αχρείαστη θεωρεί την περικοπή των συντάξεων και μελέτη που συνέταξαν οι Σάββας Ρομπόλης, ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Μπέτσης, υποψήφιος διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Σύμφωνα με την ανάλυσή τους προκύπτει ότι ο δείκτης συνταξιοδοτικών δαπανών προς το ΑΕΠ, χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων την 1η Ιανουαρίου 2019, παραμένει σε επίπεδα χαμηλότερα του 16% του ΑΕΠ. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η μη εφαρμογή των μειώσεων των συντάξεων το 2019 επηρεάζει ανοδικά τη συνταξιοδοτική δαπάνη, κυρίως την περίοδο 2020-2032, χωρίς όμως να υπερβαίνει το επίπεδο του 16% του ΑΕΠ.
Από το 2032 μέχρι το 2060 παρατηρείται ότι είτε με τις μειώσεις είτε χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων ο δείκτης έχει την ίδια τιμή.
Οπως εξηγούν, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι από το 2030 και μετά θα έχουν συνταξιοδοτηθεί όλοι οι λεγόμενοι παλαιοί ασφαλισμένοι, θα έχει αποβιώσει ο μεγαλύτερος αριθμός των σημερινών συνταξιούχων και οι νέοι πια συνταξιούχοι θα συνταξιοδοτούνται με τον Ν. 4387/2016. Αυτό σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος νόμος θα εφαρμόζεται για 15 έτη, θα λαμβάνει υπόψη για τις συντάξιμες αποδοχές τον μέσο όρο των μισθών όλων των ετών ασφάλισης και οι συντελεστές αναπλήρωσης θα είναι σημαντικά χαμηλότεροι.
Παράλληλα, η μελέτη τους αναφέρεται και σε έναν επιπλέον δείκτη, ο οποίος συνίσταται στο άθροισμα της κρατικής συμμετοχής στη δαπάνη για συντάξεις και του ετήσιου ποσού αποπληρωμής του χρέους προς το ΑΕΠ. Ο δείκτης αυτός εξετάσθηκε για δύο περιπτώσεις: στη πρώτη περίπτωση θεωρήθηκε ότι θα εφαρμοστούν οι μειώσεις των συντάξεων την 1η Ιανουαρίου 2019 και στη δεύτερη περίπτωση ότι δεν θα εφαρμοστούν οι μειώσεις αυτές.
Οι συντάκτες της έρευνας θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να μειωθούν περαιτέρω οι συντάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2019 στη χώρα μας, δεδομένου ότι χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων:
Ο δείκτης συνταξιοδοτικών δαπανών προς το ΑΕΠ καθ’ όλη την περίοδο 2019-2060 δεν υπερβαίνει το όριο του 16% του ΑΕΠ και ο δείκτης του αθροίσματος της ετήσιας κρατικής συμμετοχής στη συνταξιοδοτική δαπάνη και του ετήσιου ποσού για αποπληρωμή του χρέους προς το ΑΕΠ διαμορφώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 10% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο δεν συνιστά εμπόδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Κι αυτό γιατί διαμέσου του πολλαπλασιαστή των συντάξεων θα διευρυνθούν οι όροι αναπαραγωγής και ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας και ως εκ τούτου θα αποτραπούν οι υφεσιακές επιπτώσεις της μείωσης των συντάξεων και η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων.