Το σύνθημα είναι «μπορούμε». Αλλά εάν το ένα ερώτημα, το πιο πρακτικό, είναι εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να μειώσει τους φόρους και τις εισφορές, το άλλο, το πιο ουσιαστικό, είναι εάν μπορεί να υπάρξει η Ελλάδα που περιέγραψε από το βήμα της ΔΕΘ: μια Ελλάδα αλέγρας δημιουργικότητας, μια Ελλάδα εξωστρεφής, μια Ελλάδα που θα αλλάξει με την ταχύτητα μιας πρώην σοβιετικής Δημοκρατίας σαν την Εσθονία, θα προσαρμοστεί στις προκλήσεις της εποχής με τον πραγματισμό της Πορτογαλίας ή θα αποκτήσει την ευελιξία της Ιρλανδίας για να μετατραπεί σε επενδυτικό Ελντοράντο.

Το ουσιαστικό ερώτημα είναι εάν ο πρόεδρος της ΝΔ περιέγραψε ένα ρεαλιστικό όραμα ή μια φανταστική ουτοπία. Και είναι ένα ερώτημα με βάθος χρόνου: ο Μητσοτάκης δεν ανακάλυψε την Αμερική με αυτή τη γεωγραφική περιήγηση στους «μικρούς και πετυχημένους» του κόσμου. Ο Γιώργος Παπανδρέου είχε προσωποποιήσει τον ίδιο στόχο σε μια άλλη χώρα, τη Δανία, η οποία περίπου θα αναγκαζόταν να αυτοπροσδιοριστεί κάποια στιγμή ως «Βόρεια» επειδή εδώ θα είχε δημιουργηθεί μια «Δανία του Νότου». Είναι η ίδια Ελλάδα που είχε οραματιστεί πιο πριν ο Σημίτης, μια Ελλάδα χωρίς γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά δεμένη στο σύνθημα του σημιτικού «εκσυγχρονισμού».

Το νήμα μπορεί να το πιάσει κανείς από πολύ παλιά, από την εποχή των «αυτόχθονων» και των «ετερόχθονων». Για να διαπιστώσει ότι εδώ και 180 χρόνια συγκρούονται δύο κόσμοι, ο κόσμος μιας ευρωπαϊκής ουτοπίας και ο κόσμος μιας βαλκανικής ιδιοπροσωπίας, ο μιμητικός κόσμος ενός κοσμοπολίτικου διεθνισμού κι ο αυθεντικός κόσμος ενός επαρχιώτικου τοπικισμού που υποτίθεται ότι αρνείται να εκχωρήσει εθνική κυριαρχία ενώ αυτό που αρνείται να εκχωρήσει στην πραγματικότητα είναι εξουσία.

Η Ιστορία δεν είναι με το μέρος του Μητσοτάκη – όπως δεν ήταν με το μέρος των ετερόχθονων, του Σημίτη ή του Παπανδρέου. Οχι πως δεν άλλαξε η Ελλάδα. Αλλά δεν άλλαξε ποτέ με ταχύτητα, πραγματισμό και ευελιξία. Αλλαζε πάντα σαν ουραγός.