Στην Αθήνα πλέον αναμένεται ο Udo Bullmann να τονίσει από την πλευρά των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών την επιτακτική ανάγκη για συμπόρευση και σύγκλιση με τις δυνάμεις της Αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας, για να διαμορφωθεί σε κλίμακα Ευρώπης ο προοδευτικός πόλος, καθώς φουντώνει μάλιστα η συζήτηση, που ενσωματώνει στην προσεχή προεκλογική περίοδο για τις ευρωεκλογές, όλον τον πλούτο των εναλλακτικών και ισχυρά αντιτιθέμενων για κορυφαία ζητήματα απόψεων, που ήρθαν στην επιφάνεια στον διάλογο για το «Μέλλον της Ευρώπης».
Ο εκλογικός κύκλος του 2017 στην Ευρώπη, διαμόρφωσε έναν πολιτικό συσχετισμό με σημαντικά ενισχυμένη την Ακροδεξιά, μέχρι τις πιο ακραίες φιλοφασιστικές της εκφάνσεις στις περισσότερες και μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα διαμορφώθηκαν τα κυβερνητικά «πειράματα» σε Πορτογαλία και Ισπανία με αριστερό πρόσημο και βεβαίως μακροημερεύει στην Ελλάδα, η κυβέρνηση με αριστερή ραχοκοκαλιά και επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα. Οι παραπάνω εξελίξεις, μαζί με τον συνυπολογισμό του πρώτου ευρωπαϊκού ακρωτηριασμού με το Brexit και την ταυτόχρονη ανάδειξη με ριζοσπαστικό πρόσημο των Εργατικών του Κόρμπιν, συγκροτούν, προφανώς για ηγετικά στελέχη των σοσιαλδημοκρατών όπως ο Udo Bullmann – για τον οποίο πρέπει να τονίσουμε ότι σε όλη τη διάρκεια της κρίσης είχε θετική στάση για τη χώρα μας, σε απόσταση βέβαια από την πολιτική Σόιμπλε -, το απολύτως αναγκαίο πεδίο για την ταυτοτική αναθεμελίωση της σοσιαλδημοκρατίας, που τις τελευταίες δεκαετίες ισχυρά πλειοψηφικά στις ευρωπαϊκές χώρες είχε συνομολογήσει τυπικές ή άτυπες συμμαχίες με τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα και τις πολιτικές δυνάμεις της Κεντροδεξιάς.
Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό λόγω της ακροδεξιάς επέλασης, φαίνεται ότι ισχυρές δυνάμεις των παραδοσιακών κεντροδεξιών ευρωπαϊκών κομμάτων θέλγονται από μια συμπόρευση με το «νέο ρεύμα» της Ακροδεξιάς, απεκδυόμενες ανομολόγητα αλλά συστηματικά τα βασικά στοιχεία του πολιτικού φιλελευθερισμού που συγκροτούσαν την ταυτότητά τους. Παράδειγμα μάλιστα αυτής της ώσμωσης έχουμε στην ίδια τη χώρα μας, με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συνωστίζεται με ακραίες δεξιές δυνάμεις στην ατζέντα με επίκεντρο την άρνηση λύσης για το μακεδονικό ζήτημα και ως προτεραιότητες τη «γενικευμένη ανομία» στη χώρα, και την παραπέρα συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και του Δημοσίου στη νέα μεταμνημονιακή εποχή που ήδη διανύουμε.
Επιπροσθέτως στη χώρα μας, η κορυφή της ηγεσίας του βασικού πολιτικού μορφώματος του Κέντρου, που θεωρητικά αναζητεί μία νέα ταυτότητα και έναν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας, στο εύρος των παραδοσιακών προσδιορισμών της Κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, κινείται σε μια ριζικά διαφορετική, σε αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση από ό,τι φαίνεται να κινούνται τα πράγματα στους όμορους χώρους του στην Ευρώπη. Στο όνομα μιας απολύτως πλαστής «διακριτής πορείας ίσων αποστάσεων» με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, η κορυφή της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ κινείται συστηματικά και διαχρονικά απολύτως δορυφορικά με την τακτική και την πολιτική της ηγεσίας της ΝΔ και εκπέμπει έναν πολεμικό διχαστικό λόγο, με επίκεντρο την απολύτως δεξιά ιδέα της ανάγκης, ως προτεραιότητα μάλιστα, για στρατηγική, συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.
Η σύμπτωση μάλιστα και σύγκλιση των παραπάνω κυρίαρχων απόψεων, που φαίνεται ότι διαμορφώνονται πλειοψηφικά μέσα στον παραδοσιακό κορμό των ηγετικών στελεχών του ΚΙΝΑΛ που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, με την ηγεσία της ΝΔ στο μείζον ζήτημα της [μη] επίλυσης του Μακεδονικού σε ριζική αντίθεση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, δημιουργεί χάσματα ανάμεσα στις κατά δήλωση ή παράδοση προοδευτικές δυνάμεις και αντίστοιχα δημιουργεί προφανείς συγγένειες και ωσμώσεις με τον πυρήνα αλλά και την ακροδεξιά διεύρυνση της ΝΔ. Ως αποτέλεσμα βεβαίως προκύπτει μία ανασύνθεση του γενικότερου τοπίου της Κεντροαριστεράς, με τη δημιουργία δυνάμεων και συσπειρώσεων αυτού του χώρου που επιμένουν στην προφανέστατη διάκριση Δεξιάς – Αριστεράς, νεοφιλελευθερισμού – προοδευτικού εναλλακτικού προγράμματος, και βεβαίως κοινωνικού κράτους και ανοικτής κοινωνίας σε αντίστιξη με τον φονταμενταλισμό των αγορών και την εθνικιστική αναδίπλωση τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας.
Η συγκρότηση του προοδευτικού πόλου από τις δυνάμεις της αντινεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, της πολιτικής οικολογίας και βεβαίως της ριζοσπαστικής Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, με ευρωπαϊκό πρόσημο και πρόγραμμα για τη ριζική αλλαγή της Ευρώπης και την ήττα των επικίνδυνων ακροδεξιών και των αντικοινωνικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, έχει γονιμοποιήσει ήδη στο Ευρωκοινοβούλιο τη σχετική συζήτηση μέσω της «Προοδευτικής Συμμαχίας». Αντίστοιχα στη χώρα μας, σημειώνονται πολιτικές διεργασίες στη διαμορφούμενη προγραμματική ατζέντα, με τις προτεραιότητες του αναπτυξιακού και παραγωγικού μοντέλου για μια κοινωνία δίκαιη μετά τις μνημονιακές δεσμεύσεις, όσο και για την επίλυση του μείζονος για την περιοχή θέματος της ονομασίας της γείτονος χώρας.
Η σύγκλιση και η συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων έχει, πέραν των συμπτώσεων στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, και ένα προφανές ιδεολογικό περιεχόμενο, καθώς έχει καταστεί απολύτως αναγκαία η άσκηση πολεμικής και η αποδόμηση, σε κλίμακα Ευρώπης και προφανώς και στη χώρα μας, των αντιλήψεων και των δοξασιών του δεξιού ιστορικού αναθεωρητισμού, της άρνησης βασικών θεμελιωδών αξιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και βέβαια της απάνθρωπης ξενοφοβικής, ρατσιστικής και αντιπροσφυγικής ιδεολογίας και συμπεριφοράς. Επ’ αυτών μάλιστα δυστυχώς διαμορφώνονται στάσεις ολόκληρων κρατών και διακρατικών αξόνων μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η αποτυχία επί τριάμισι χρόνια του άτυπου σε επίπεδο αντιπολιτευόμενων πολιτικών δυνάμεων και τυπικού σε επίπεδο μεγάλων πολιτικών συμφερόντων αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, που προσδοκούσαν και μηχανεύονταν διαδοχικές «αριστερές παρενθέσεις», καταδεικνύει πλέον, στη νέα φάση μετά την τυπική έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια, ότι δεν υπήρξε καμιά πλειοψηφική κοινωνική διεργασία που θα επέλεγε τη δεξιά παλιννόστηση έναντι της αριστερής διακυβέρνησης.
Η επισήμανση αυτή, ακόμα κι όταν προσκρούει ως συνήθως τα τελευταία πέντε χρόνια σε ορισμένα δημοσκοπικά ευρήματα που προοιωνίζονται μία δήθεν επικράτηση της Δεξιάς όποτε κι αν γίνουν εκλογές, προσφέρει εξ αντιθέτου τη δυνατότητα για έντονες κοινωνικές διεργασίες που θα σηματοδοτήσουν και θα ανασυνθέσουν δυνάμεις και απόψεις και στο πολιτικό πεδίο μέσα στην έντονη προσεχή προεκλογική χρονιά. Και αυτό καθώς η ατζέντα πλέον θα είναι απολύτως διευρυμένη επί των ουσιωδών ζητημάτων που διαφοροποιούν απολύτως προγραμματικά τις αριστερές – προοδευτικές δυνάμεις από τη Δεξιά, τόσο για την ταυτότητα και την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ όσο και για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη, όπως βεβαίως και για την αυτοδιοίκηση με αποκέντρωση. Για όλα αυτά που συγκροτούν το όραμα για το μέλλον της χώρας μετά την οκταετή τρομακτική περιπέτεια της χρεοκοπίας στην οποία, να μην ξεχνάμε, οδήγησαν οι δυνάμεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που σήμερα εμφανίζονται ως επίδοξοι σωτήρες.