Στις 9 Σεπτεμβρίου 1951 διεξάγονται εκλογές που θα φέρουν τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο πρώτο στις κάλπες μόλις λίγο μετά την απόφασή του να ιδρύσει κόμμα και να διεκδικήσει την εξουσία.

Ο Ελληνικός Συναγερμός, που κατέρχεται για πρώτη φορά σε εκλογική αναμέτρηση και με ανοιχτή στήριξη των Αμερικανών, θα λάβει σχετική πλειοψηφία εξαφανίζοντας από τον πολιτικό χάρτη ό,τι είχε απομείνει από το πάλαι ποτέ ισχυρό Λαϊκό Κόμμα της ελληνικής Δεξιάς, η οποία εισέρχεται πλέον σε περίοδο ανασύνταξης και μετασχηματισμού. Αν ο μεγάλος νικητής είναι ο Παπάγος, ο μεγάλος ηττημένος είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου που το κόμμα του θα καταγράψει ποσοστό το οποίο μόλις θα φτάσει στο 2%: η ανασύνταξη επεκτείνεται έτσι με τις εκλογές του 1951 ουσιαστικά στο σύνολο του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος της χώρας. Σε αντίθεση όμως με το Λαϊκό Κόμμα, ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν θα έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη: το αντίθετο μάλιστα.

Παρά τη νίκη του Παπάγου, η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί τελικά μετά τις εκλογές θα προέρχεται από το Κέντρο υπό πρωθυπουργό τον Νικόλαο Πλαστήρα και θα είναι αποτέλεσμα της σύμπραξης της ΕΠΕΚ και του Κόμματος των Φιλελευθέρων που συγκεντρώνουν αθροιστικά 131 από τις 258 έδρες. Η Αριστερά θα εκλέξει δέκα βουλευτές με ποσοστό λίγο πάνω από 10%.

Στην περίοδο των πρώτων ετών μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ο οποίος έχει τελειώσει ακριβώς δύο χρόνια πριν από τις εκλογές του 1951, οι κυβερνήσεις του Κέντρου υπήρξαν ίσως σκληρότερες από εκείνες της Δεξιάς έναντι των ηττημένων κομμουνιστών, όπως και οι σχέσεις τους τόσο με το παλάτι υπήρξαν ίσως στενότερες και γενικά πιο ομαλές από εκείνες που διατηρούσε ο θρόνος με τη Δεξιά. Ακόμα πιο βαθύ δείγμα της οργανικής συνάφειας των δύο κύριων «αστικών» πολιτικών χώρων είναι ότι και οι δύο έχουν επικεφαλής ισχυρότατες προσωπικότητες που προέρχονται από τις τάξεις του στρατεύματος.

Η κυβέρνηση του Κέντρου πάντως δεν θα αντέξει στον χρόνο και γι’ αυτό είναι ιστορικά ατελές να δει κανείς τις εκλογές του 1951 αποκομμένες από τη «συνέχειά τους», εκείνες του 1952. Το 36,5% του Παπάγου και η πρωτοκαθεδρία του στη Βουλή του 1951 με τους 114 βουλευτές ασκούν μεγάλη πίεση στον κυβερνητικό σχηματισμό.

Ακόμα μεγαλύτερη όμως πίεση υφίσταται ενδογενώς, από τις εσωτερικές τριβές του Κέντρου, αλλά και από τη δυσαρέσκεια σε μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης για την αστάθεια που χαρακτήρισε τις κεντρογενείς κυβερνήσεις και σε όλο το προηγούμενο διάστημα, καθώς η Ελλάδα αποζητά έντονα, έπειτα από μια μακρά περίοδο γεμάτη από πλήθος εθνικών και πολιτικών περιπετειών, την επίτευξη σταθερότητας που θα θέσει τέρμα στην εξόφθαλμη και παρατεταμένη αστάθεια.

Κάπως έτσι, περίπου έναν χρόνο αργότερα, νέες εκλογές θα δώσουν στον Παπάγο την εξουσία με μεγάλη νίκη το 1952. Δύο κυρίαρχα στοιχεία που συχνά διαφεύγουν την προσοχή σχετικά με αυτή την περίοδο ενώ δηλώνουν πολλά για την ουσία της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα είναι, αφενός, ότι το παλάτι και πάλι δεν κρύβει την αρνητική του διάθεση έναντι της πολιτικής δραστηριότητας του Παπάγου και, αφετέρου, ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου θα εξασφαλίσει τώρα την είσοδό του στη Βουλή συνεργαζόμενος με τον Παπάγο, με την ανάδειξη του οποίου στην πρωθυπουργία ξεκινά μια ενδεκαετής επικράτηση της δεξιάς παράταξης στην Ελλάδα. Σε αυτήν είναι όμως έντονη και η συμμετοχή στις κυβερνήσεις τόσο του Παπάγου όσο και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που τον διαδέχεται το 1955, επιφανών πολιτικών προερχομένων από το Κέντρο.

Εξηγώντας την εκλογική συνεργασία του με τον Παπάγο, ο Γεώργιος Παπανδρέου θα πει πρώτος τη φράση «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος», η οποία όμως θα μείνει στην Ιστορία ως σύνθημα της Αριστεράς με εντελώς αντίθετο πρόσημο.