Το ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τον Καζαντζάκη» ιχνηλατεί, όπως διαβάζω, τις αναφορές τού πιο πολυδιαβασμένου έλληνα συγγραφέα. Που ωστόσο, όπως επισημαίνει ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σκούρας, παραμένει «ανεξιχνίαστο μυστήριο». Ανεξιχνίαστα μυστήρια κι εμείς οι άνθρωποι, διαπραγματευτές των αντιφάσεών μας, αναγνωρίσαμε τον Καζαντζάκη ως τον αφηγητή των πόθων και των παθών μας. Γιατί δεν είναι απλώς κάποια βιβλία στη βιβλιοθήκη μας. Είναι ένας μουσαφίρης στην ψυχή μας. Ακόμη κι αυτοί που δεν τον έχουν διαβάσει ξέρουν τον Ζορμπά ή νομίζουν ότι το «Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος» είναι παροιμία.
Αναμένοντας το ντοκιμαντέρ, προσπαθώ να θυμηθώ τις δικές μου αναφορές στον Καζαντζάκη. Πότε τον πρωτοδιάβασα; Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, εκεί στην πρωτοεφηβεία. Σε εκείνα τα μεγάλα, σε σχήμα Α4, βιβλία, με τα χοντρά, υφασμάτινα, σε σκούρο κόκκινο εξώφυλλά τους που φθείρονταν πολύ γρήγορα οι γωνίες τους. Ηταν για μας σαν επίσημο διαβατήριο στον πνευματικό κόσμο των ενηλίκων. Αυτά έχω ακόμη. Με τσακισμένες σελίδες και σημάδια από τους πρώτους καφέδες και τις τελευταίες καραμέλες… Δεν θυμάμαι ποιο διάβασα πρώτο. Αλλωστε για μήνες διάβαζα σερί μόνο Καζαντζάκη. Και επειδή τα σκιρτήματα της κάθε ηλικίας δημιουργούν τις ανάλογες ρωγμές, «ανακάλυπτα» στα περισσότερα έναν υφέρποντα αλλά αδυσώπητο ερωτισμό. Ερωτεύτηκα τον Μανωλιό από το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και γοητεύτηκα από τις καθηγιασμένες πόρνες του.
Ξαναδιάβασα τα περισσότερα βιβλία του σε διάφορες φάσεις της ζωής μου. Μπαίνοντας κάθε φορά στον κόσμο του με την αρματωσιά των δικών μου εμπειριών. Μέχρι να ανακαλύψω πίσω από την παλαβωμάρα του Αλέξη Ζορμπά την απελπισία και τα μεγάλα αδιέξοδα της ψυχής του. Και να καταλήξω στο ότι αν διάλεγα ένα απόσπασμα από όλα τα γραπτά του, θα ήταν αυτό που λέει ότι σε ένα ταξίδι του σε κάποια πόλη της Ιταλίας νομίζω, αισθανόταν τόσο ευτυχισμένος ώστε την επομένη φόρεσε πολύ στενά παπούτσια. Διότι αυτός ο άθεος θεωρούσε ύβριν την απόλυτη ευτυχία.