«Μπορούμε». Με αυτή τη λέξη το στενό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη αποφάσισε να συνοψίσει το μήνυμα που εκείνος θέλησε να εκπέμψει από τη ΔΕΘ. Το σύνθημα προέκυψε, λένε, από την απάντηση με την οποία η ΝΔ θέλει να αντικαταστήσει την πιο συνηθισμένη απόκριση που παίρνουν οι περισσότεροι όταν ζητούν κάτι στην ελληνική καθημερινότητα, το «δεν γίνεται». Κι εκείνοι επιμένουν ότι θα κατορθώσουν να την αλλάξουν με το «γίνεται, μπορούμε». Εξού και όλο το σκεπτικό της ομιλίας του ήταν βασισμένο στο σλόγκαν. Εντάξει, οφείλει να επισημάνει κανείς ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με το ομπαμικό «Yes, we can» δεν μπορεί να είναι εντελώς συμπτωματική. Υπό μια έννοια, η αντιγραφή είναι εύλογη. Το εν λόγω σύνθημα, άλλωστε, συμπύκνωσε την πιο πετυχημένη προεκλογική καμπάνια των τελευταίων ετών παγκοσμίως, αυτή του Μπαράκ Ομπάμα το 2008. Και σίγουρα οι γαλάζιοι θα επιθυμούσαν μια ανάλογη επιτυχία. Αρκεί, όμως, ένα σύνθημα; Ή, για να το πούμε πιο γενικά, πόσο αποτελεσματική ενδέχεται να είναι μια καμπάνια πολιτικού μάρκετινγκ σήμερα;

Αλήθεια

Αν ρωτήσει κανείς έναν επαγγελματία της πολιτικής επικοινωνίας, που έχει κάνει και το αγροτικό του στην ελληνική κομματική σκηνή, η απάντηση είναι κατηγορηματική: «Εχουμε περάσει σε μια πιο “μετά” εποχή και στο επικοινωνιακό επίπεδο. Δεν αρκούν πλέον ούτε τα συνθήματα ούτε οι διαφημιστικές καμπάνιες που μπορεί να απέδιδαν μόλις δύο χρόνια πριν». Στην ανάλυσή του αυτό οφείλεται στο γεγονός πως το εκλογικό σώμα «κινείται πια είτε μεταξύ απάθειας και δυσπιστίας είτε μεταξύ μίσους και οργής. Γιατί όλα έχουν ειπωθεί και όλα έχουν ακυρωθεί». Οπότε το σύνθημα δεν λειτουργεί ως εργαλείο πειθούς. Δεν κερδίζει, δηλαδή, για οποιοδήποτε κόμμα έναν ψηφοφόρο. Η μόνη χρήση του που η παραπάνω πηγή μπορεί να σκεφτεί πλέον είναι η συσπείρωση. «Ομως αυτός ο ψηφοφόρος το έχει αγοράσει πριν το πουλήσεις το προϊόν». Η λύση που εκείνος προτείνει στο συγκεκριμένο πρόβλημα είναι «ο πολιτικός να σπάσει τη φόρμα.  Να μιλήσει όχι με τσιτάτα, αλλά με πάρα πολλή αλήθεια. Οση αντέχει ο ίδιος και το ακροατήριό του». Ακούγεται απλή και ταυτόχρονα εξαιρετικά δύσκολη.