ντε τώρα να εξηγήσεις στην ερχόμενη γενιά πως χιλιάδες λέξεις (μεταξύ των οποίων όλες οι ναυτικές) έρχονται από τα λατινικά και τα ιταλικά. Ανάμεσα σ’ αυτές και η κοινόχρηστη σ’ όλα τα νοικοκυριά και τα μαγαζιά μας λέξη σκούπα και το παράγωγο σκουπίδι. Scopa στα ιταλικά και στα λατινικά η σκούπα, δηλαδή το ελληνικό σάρωθρο. Σκουπίδι λοιπόν είναι το απόρριμμα, ό,τι πετιέται, απορρίπτεται.

Αν σήμερα ο Ξανθούλης τιτλοφορούσε τη σάτιρά του που παίζεται στο θέατρο Από Kοινού «Aπορρίμματα» θα βρίσκονταν πολλοί συνέλληνες να τoν σχολιάσουν, όπως πολλούς άλλους, σαν νοσταλγό της καθαρεύουσας και οπαδό της ελληνομανίας. Επέγραψε λοιπόν τη σάτιρά του «Σκουπίδια» και σε λίγο θα χρειάζεται να κάνουμε γλωσσολογικό, όπως τώρα, πρόλογο για να εξηγήσουμε τον κοινόχρηστο στα ελληνικά όρο, ιταλικής και λατινικής προέλευσης.

Αντε σε λίγο να εξηγήσεις πως και η λέξη σάτιρα, λατινική είναι και σήμαινε στην παλιά κλασική γλώσσα σαλάτα.

Αντε σε λίγο να εξηγήσεις πως λατινική είναι και η λέξη λίβελλος – όταν η μισή Ελλάδα λιβελλογραφεί, είναι λατινική και μάλιστα έχει θρησκευτική καταγωγή, αφού στη ρωμαϊκή δημοκρατική περίοδο, όποιος είχε παράπονα με την εξουσία ή κάποιο δημόσιο πρόσωπο μπορούσε να καταφύγει σε ναό, να γράψει τολμηρές ύβρεις για τον «εχθρό» του και να μείνει ατιμώρητος. Η καταγγελία γραφόταν σε πάπυρο και κρεμόταν από τον βωμό, ένα μικρό διπλωμένο χαρτί, άρα βιβλιαράκι – libellum.

Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις έλεγε ο αρχαίος σοφός. Αυτό ως γνωστόν οφείλει να κάνει η εκπαίδευση, να μυήσει τον νέο άνθρωπο για να γίνει συνειδητός πολίτης στο έτυμον των λέξεων, στην αλήθεια των εννοιών, ώστε εκφραζόμενος να είναι σαφής, ευκρινής, άρα να γνωρίζει το βάθος και το πλάτος των λέξεων – εννοιών που χρησιμοποιεί επιδιώκοντας τη συνεννόηση με τους άλλους.

Θεώρησα αναγκαίο αυτόν τον πρόλογο, τώρα που κάποιοι ξαφνικά αποφάσισαν να μας αποξενώσουν από τη χρήση χιλιάδων λατινογενών λέξεων της καθημερινότητας.

Στο θέατρο Από Κοινού, ένα κομψό μικρό θεατράκι στο Γκάζι (με χειμερινή και υπαίθρια αύλεια σκηνή), παιζόταν μέχρι πρόσφατα μια παλαιά και πάντα επίκαιρη σάτιρα του Γιάννη Ξανθούλη, «Τα σκουπίδια».

Ας μείνουμε λίγο στο είδος το οποίο γνωρίζουμε πως ήταν ελληνικής αρχής αλλά δεν έχουμε δείγματα, ίσως διότι βασιζόταν σε προφορική αυτοσχεδιαστική παρουσίαση. Είναι η μεγαρική φάρσα, την οποία συχνά διακωμωδεί ο Αριστοφάνης και συχνότερα την ξεμπροστιάζει, διότι ήταν λαϊκά βωμολογική.

Δεύτερη παρένθεση εδώ: η βωμολοχία βεβαίως βεβαίως αναφέρεται στα λεγόμενα πλησίον του βωμού! Αρα προστατευόμενα από το θείον, αφού οι ύβρεις, συχνά χυδαίες, απευθύνονταν στους ηγεμόνες και τους ταγούς της πόλης.

Η σάτιρα έγινε δημόσιος θεσμός στη Ρώμη και όπως είπα πριν, η λέξη satura σημαίνει σαλάτα τουρλού τουρλού! Αρα δεν είχε λογική συνέπεια, αλλά ήταν συρροή από απαξιωτικές επιθέσεις σε αποφάσεις της διοίκησης, των αξιωματούχων και των άδικων νόμων.

Τρίτη παρένθεση. Οποιος επισκέπτεται το Λονδίνο και βρεθεί Κυριακή πρωί στο Χάιντ Παρκ θα συναντήσει σε ειδικούς σημασμένους τόπους πολίτες που ανεβασμένοι σε κιβώτια μπίρας ή σκουπιδοτενεκέδες ρητορεύουν και βωμολοχούν πολύ συχνά και προσωπικά εναντίον της βασίλισσας. Στο ακροατήριο των περαστικών που στέκονται να τους ακούσουν (και συχνά επεμβαίνουν κάποιοι συμφωνώντας ή εξυβρίζοντας τον «ρήτορα»), διαπιστώνει κανείς και μπόμπηδες, αστυφύλακες, που όχι σπάνια συμμετέχουν και το χαίρονται!

Συχνά σκέπτομαι πως η σπονδυλωτή δομή της μεγαρικής φάρσας έγινε αντικείμενο μίμησης από τον Αριστοφάνη, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος των κωμωδιών του, όπου συνήθως υπάρχει μια σειρά επεισοδίων σωρευτικά, σαν αυτόνομα νούμερα με χαφιέδες, πειναλέους θεούς, στρατοκράτες, ξεπεσμένους ποιητές, ιερείς και πόρνες.

Αυτή τη σπονδυλωτή δομή επέλεξε, ως γνωστόν και η ελληνική επιθεώρηση σωρεύοντας νούμερα με ποικίλα σατιριζόμενα γεγονότα της τρέχουσας πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής.

Ο Γιάννης Ξανθούλης, είναι, πριν ευδοκιμήσει και στο μυθιστόρημα, ένας ταλαντούχος σατιρικός. Εχουν αφήσει έντονες εντυπώσεις οι μονόλογοι που έγραψε για τον Γιώργο Μαρίνο, αργότερα για τον Θύμιο Καρακατσάνη.

Με τα «Σκουπίδια» πριν από χρόνια είχε σατιρίσει μια ανοιχτή σε σάτιρα πολιτική εποχή, αλλά και πολιτιστική σύγχυση.

Τώρα, εκείνο το έργο με πολύ λίγες επίκαιρες προσθήκες αποδεικνύει πως όχι μόνο τα πράγματα δεν άλλαξαν, αλλά μάλλον κύλησαν σε χυδαίο χάος.

Και δεν άλλαξαν, παρ’ όλη την κρίση, το κυνήγι του ρουσφετιού, του τραπεζοδανείου, του διακοποδάνειου, του γαμοδάνειου, του δοσά, του απλήρωτου δανείου, των δανεικών και αγύριστων, του λαμόγιου, του κλεπταποδόχου, του Παναγή απ’ τα Μέγαρα, των πλαστών πτυχίων, των πλαστογράφων, των πάρτι στη Μύκονο, των Μερσεντές με πλαστές πινακίδες κ.τ.λ.

Είναι βέβαια και τα σκυλάδικα και κάθε είδους πνευματικό και πολιτικό σκουπιδαριό.

Ο Ξανθούλης έχει μια πάγια στους σημαντικούς ξένους και Ελληνες σατιρικούς ιδιότητα. Δεν εξευτελίζει, δεν δολοφονεί. Δείχνει, συχνά νιώθεις ότι αντιλαμβάνεται και τα αδιέξοδα και τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο άνθρωπος σήμερα λειτουργεί, και επιτρέψτε μου τον όρο αφού συχνά η ατασθαλία, η ανωμαλία, η αδικία και η καλπαζουνιά παίρνουν τη μορφή μιας τυπικής τελετουργίας, όταν μάλιστα διαπιστώνει κανείς πως και η θρησκευτική λειτουργία έχει γίνει και θέαμα και κακόγουστο ακρόαμα και χώρος πολιτικής προπαγάνδας.

Στο Από Κοινού θέατρο και σε μια σκηνή φορτωμένη με σκουπίδια, σακούλες, αποφάγια, συσκευές χαλασμένες, όλα τα απορρίμματα του σύγχρονου πολιτισμού με μουσική και τραγούδια στα νούμερα του Φίλιππου Παχνιστή πάνω σε αναγνωρίσιμα μοτίβα και ρυθμούς σουξέ, όπως το επιζητεί η παράδοση της επιθεώρησης (αναγνωρίσιμη και η εξόχως επαγγελματική η δουλειά της έμπειρης στη διδασκαλία Νένης Ζάππα) ο χορογράφος Ακης Σιδέρης κίνησε τον θίασο μέσα στα καθιερωμένα σχήματα της ιστορίας του είδους.

Η δομή του έργου είναι μια σειρά από αυτόνομα νούμερα, ατομικά, ντουέτα και σύνολα.

Ο Ακης Σιδέρης έχει γκελ και επικοινωνιακό τάλαντο με το κοινό, απαραίτητο προσόν για το είδος.

Η Αγγελική Ξένου, αποκάλυψη. Ηθοποιός με έξοχα προσόντα, χιούμορ και ευφρόσυνη σκηνική παρουσία.

Ο έμπειρος Αντώνης Ξένος, καρατερίστας με μέτρο και μια μελαγχολία απαραίτητη για τη σάτιρα.

Η Ελένη Γερασιμίδου δίνει ρέστα. Αυτή η κλοουνίστικη περσόνα, η αγέλαστη και διαβολικά αθώα, εκτοξεύει το δηλητήριο όπως τα μωρά φτύνουν την πιπίλα. Σπουδαία και διδακτική εκδοχή της σατιρικής υποκριτικής.