Η Στεφανία Γουλιώτη δεν πίνει καφέ. Στη συνάντησή μας στο καφέ-μπαρ «Κορόβα», Παρασκευή μεσημέρι στην οδό Κεραμεικού, ζήτησε να πιει ανθρακούχο νερό. Σε πρόγραμμα διατροφής, σε έλεγχο σωματικής εκγύμνασης για την ενδυνάμωση του κέντρου της, δείχνει σβέλτη και σε εγρήγορση. Οχι, δεν πρόκειται για κάποια στρατηγική δίαιτας για την εικόνα από το είδος που ενδιαφέρει τα μοντέλα και τον κόσμο της μόδας. Είναι η φροντίδα και η επιμέλεια του σώματος ως εργαλείου για τον ηθοποιό. Και η Στεφανία Γουλιώτη είναι «εργαλειακή προσωπικότητα», καθώς ασχολείται με τον σύγχρονο χορό, το Pilates καθημερινά για μιάμιση ώρα επειδή «θέλω να μένει ενεργοποιημένο το σώμα, αλλά και γιατί έχω ανάγκη να εκτονώνω την ενέργειά μου μέσα στην ημέρα. Πάσχω και από το νευρολογικό σύνδρομο του restless leg, αυτό που δεν σταματάς να χτυπάς το πόδι σου, οπότε είμαι εγκλωβισμένη σε αυτό τον ρυθμό της διατήρησης του σώματος. Ναι, μου αρέσει και ο χορός, οπότε παρακολουθώ και ως θεατής τα χορευτικά πράγματα.
Αν είναι όμως να πω ότι κάτι μου αρέσει αληθινά, για απόλαυση και όχι για ανάγκη, αυτό είναι τα φαράγγια. Μου αρέσει να κατεβαίνω φαράγγια, δεμένη με σκοινιά, ανάμεσα σε καταρράκτες. Αυτό το καλοκαίρι κατέβηκα το ωραιότερο μέρος στην Ελλάδα. Το Πάντα Βρέχει, στα βάθη της Ευρυτανίας. Ενα μέρος ανάμεσα σε δέντρα και στενά μονοπάτια που δεν έχει άσφαλτο. Και όταν ύστερα από κόπο φτάσεις εκεί, δεμένη με σκοινιά να βρίσκεσαι στο πουθενά και να ακούς τον καταρράκτη, σε μεταφέρει σε μιαν άλλη, μυστηριακή ατμόσφαιρα. Από μικρή μού άρεσαν τα κρυμμένα νερά. Σε μέρη δύσβατα, απόκρυφα, πολύτιμα, που δεν τα συναντάς εύκολα. Σε τέτοια μέρη ανάβει η φαντασία μου, νομίζω ότι ζούνε ξωτικά, ότι είμαι στον ομφαλό της Γης».
Στον χώρο του «Κορόβα» μπαίνει η δασκάλα της Στεφανίας στο Pilates μαζί με τον σκύλο της, τον Τζέκιλ, μείξη χάσκι και γκριφόν. Διάλειμμα για γνωριμίες και χάδια με τον ήρεμο Τζέκιλ, ανταλλαγές εντυπώσεων από το μάθημα της ημέρας, γουλιά νερό και επιστροφή στο σώμα του ηθοποιού που χάνεται. «Δεν είναι η γυμναστική αγάπη. Προπόνηση είναι που αν μπορούσα στον ίδιο χρόνο να διάβαζα ένα βιβλίο αυτό και θα έκανα. Ομως είναι ανάγκη, γιατί βλέπω τη διαφορά σε άλλους ηθοποιούς που δουλεύουν μόνο με τον λόγο, από τον λαιμό και πάνω. Δεν έχει να κάνει με την αγυμνασιά, γιατί το βλέπω και σε μυϊκώς γυμνασμένα σώματα να είναι αυτό που λέω “καθισμένα”. Και βλέπεις κάποια άλλα που φαίνονται έτοιμα να τους συμβούν τα πάντα. Εννοώ στη διάρκεια του ρόλου τους. Δηλαδή έχεις να μπεις στις φανταστικές συνθήκες που ορίζει το θεατρικό έργο ώστε να παρασυρθείς, να μετακινηθείς. Οπως λέω λοιπόν στους μαθητές μου, αν δεν του συμβεί και εγώ ο θεατής δεν το βλέπω, δεν έχω λόγο να πληρώνω για να βλέπω αυτό που δεν επιτρέπω να συμβαίνει στη δική μου ζωή. Ασκείς λοιπόν ένα σώμα για να του συμβεί θεατρικά το οτιδήποτε. Δεν είναι μυϊκές ασκήσεις, είναι προπόνηση για κίνηση και ψυχοσωματική άσκηση. Εχει να κάνει με το πώς γυμνάζεις τον ψυχισμό σου, τις αισθήσεις σου. Οσο ασκείσαι ελαφραίνεις και πρέπει να είσαι ελαφρύς για να μετακινηθείς μέσα στις φανταστικές συνθήκες».
Στη συζήτηση των εργαλείων του ηθοποιού η Στεφανία Γουλιώτη των ρόλων της αρχαίας τραγωδίας και των παραστάσεων σε ανοικτούς χώρους θεωρεί ότι η φωνή του ηθοποιού είναι υπερτιμημένο όργανο. «Δεν υπάρχει φωνή από μέσα, από το διάφραγμα, από τα πάνω ηχεία και όλα αυτά τα παράλογα που λένε οι δάσκαλοι στις διάφορες σχολές υποκριτικής για να βγάζουν χρήματα. Η μόνη διαφορά που διακρίνω υπάρχει μεταξύ εκλεπτυσμένης, επίσημης φωνής και πιο προσωπικής. Κάπου κάπου βάζουμε τα καλά μας γιατί έτσι νομίζουμε ότι θα δεχτούμε αποδοχή. Είναι η ελεγχόμενη φωνή που βάζει τα καλά της γιατί ξέρει ότι θα πετύχει τον σκοπό της. Από την άλλη, υπάρχει η εκτεθειμένη φωνή, που δεν έχει ανάγκη από βιτρίνες και επικοινωνεί με τις έννοιες, τις λέξεις, τη φαντασία, την ιστορία».
Ανθρωπος της δράσης, της κίνησης, η Στεφανία Γουλιώτη χειρίζεται την αντιφατική επιθυμία της για απόλαυση της αδράνειας «να βρίσκω χρόνο για να απολαμβάνω στιγμές σαν τη γιαγιά μου σε ένα χωριό έξω από τον Βόλο που όλη μέρα καθόταν έξω από το σπίτι της βλέποντας αυτοκίνητα και περαστικούς να περνάνε από μπροστά της. Αυτή ήταν όλη η ζωή της και ξαφνικά συνειδητοποίησα πόσος πλούτος υπάρχει σε αυτό το τίποτα. Σε αυτήν την αφαίρεση δράσης».
Από την άλλη η επαγγελματίας του θεάτρου εξηγεί την ανάγκη της να μεταδίδει την εμπειρία της διδάσκοντας νέους ηθοποιούς στη Σχολή του Γιώργου Αρμένη, στο Ωδείο Αθηνών και σε μία ομάδα με μέλη αποφοίτους από διαφορετικές δραματικές σχολές. «Δεν διδάσκω, προπονώ. Η διδασκαλία παραπέμπει σε ένα πρόσωπο ηλικιωμένο και σοφό. Προπονώ τον κόσμο για να ανεβεί στη σκηνή και να επικοινωνήσει το κείμενο προς τον κόσμο. Αυτή η επικοινωνία μπλοκάρεται από τη σκέψη, επομένως δουλεύουμε πολύ πάνω στο να βρούμε το σημείο όπου το σώμα λειτουργεί πριν μπει σε λειτουργία σκέψης».
Εχουν περάσει τα πρώτα 35 λεπτά της συζήτησης και η προθέρμανση της κουβέντας οδηγεί στο σημείο εκείνο που η εξάσκηση των νοημάτων εντείνεται για να ανέβει ο βαθμός δυσκολίας ώστε να ενδυναμώσουμε την αντοχή των σκέψεων αλλά και τη στιγμή της ειλικρίνειας. «Στη δουλειά μας τα πράγματα πάνε με τις αισθήσεις. Είναι άλλη διαδικασία από τις δουλειές που αξιολογούνται με βαθμούς παραγωγικότητας. Δηλαδή δεν μπορείς να αποδείξεις ότι είναι δουλειά ο χρόνος που εξασκείσαι, που διαβάζεις. Αναγκαστικά λοιπόν και εμείς οι ηθοποιοί μπαίνουμε στην αλυσίδα της παραγωγικότητας και κυνηγάμε τη μία δουλειά μετά την άλλη προσπαθώντας να επιβιώσουμε, χωρίς να αφήνουμε κενά χρόνου για να πάρουμε τις αποστάσεις μας. Ξέρεις, εμείς όταν ανεβαίνουμε στη σκηνή γινόμαστε ενδιάμεσοι για να επικοινωνήσουμε κάτι. Από εμάς περνά το έργο, η σύλληψη του συγγραφέα και φτάνει στο κοινό. Καθώς λοιπόν το έργο περνά μέσα μας, παρασύρει και δικά μας κομμάτια. Οταν όμως δεν έχεις διαθέσιμα, γίνεται πολύ στεγνή αυτή η μετάβαση. Και το νιώθω πολύ συχνά αυτό το στέγνωμα. Δεν έχω απόθεμα να προσφέρω σε αυτή τη μετάβαση. Και αυτό το εντοπίζεις σε μία κακή κριτική, σε κόσμο που βλέπει αδιάφορα αυτό που κάνεις. Είναι δύσκολο…».
Δεν μπορείς να κάνεις παύση;
«Μα έτσι σταματάς να υπάρχεις. Το να μην υπάρχεις για έξι μήνες από το περιβάλλον σου, το να μην αποδεικνύεις την αξία σου, σημαίνει ότι δεν σε θαυμάζουν, δεν σε αποδέχονται και χάνεσαι. Νιώθω ότι εξαφανίζομαι. Και είναι άσχημο…».
Εχεις ανάγκη αυτή την αποδοχή;
«Είναι ένα βαρέλι που δεν έχει πάτο. Δεν μπορεί να σου το δώσει η σχέση σου, εσύ συνεχίζεις να θες κι άλλο. Γιατί κάποια τρύπα έχει υπάρξει κάποια στιγμή και τώρα έχει γίνει μαύρη. Γεμίζει και δεν τελειώνει με τίποτα».
Μήπως όμως έτσι είναι οι ηθοποιοί, δηλαδή εγωκεντρικοί;
«Θεωρώ ότι πρέπει να έχεις πληγές για να ανοίξεις μπροστά στον άλλον. Υπάρχουν και παραδείγματα ανθρώπων που καταφέρνουν και το κάνουν χωρίς να υπάρχει αυτή η συνθήκη. Οποιος πάει θέατρο πηγαίνει γιατί έχει ανοιχτές πληγές. Αν τα είχες όλα λυμένα, δεν θα πήγαινες να ασχοληθείς με το αν ο έρωτας μένει ανεκπλήρωτος, με το πως νιώθει μία γυναίκα που σκοτώνει τα παιδιά της. Ή πώς είναι δύο ζευγάρια να μην μπορούν να συνεννοηθούν το ένα με το άλλο, αλλά ούτε και οι σύντροφοι μεταξύ τους με θέμα τα παιδιά τους. Θα πήγαινες να δεις κάτι που συμβαίνει για να παραμένει η πληγή σου ζωντανή. Γιατί αυτό είναι το θέμα σου. Θέλεις να την κρατάς ανοιχτή, να πονάς και έτσι να υπάρχεις. Για να επικοινωνήσουν λοιπόν οι πληγές πρέπει κι εγώ να έχω τη δική μου. Ετσι λειτουργεί το θέατρο. Ηθοποιοί και θεατές συνδεόμαστε μήπως και κλείσουν οι πληγές μας. Απλήγωτοι ηθοποιοί είναι σπάνιοι».