«Η “Ασκητική” είναι μια φοβερή αιματηρή κραυγή, που θ΄ακουστεί μετά τον θάνατό μου. Τώρα οι άνθρωποι καταλαβαίνουν μονάχα την ποιητική φόρμα. Μα μέσα στις παρομοίωσες αυτές και στις λυρικές φράσεις, αναπηδά φλογερή, πάνοπλη, πέρα από απελπισία κι ελπίδα, η μελλούμενη όψη του Θεού», έγραφε στις αρχές Νοεμβρίου του 1927 στην Ελένη Σαμίου, μετέπειτα Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), μια από τις κορυφαίες μορφές των ελληνικών γραμμάτων που σφράγισε τον τόπο με τα μυθιστορήματα και τα κείμενά του, είναι ο περισσότερο μεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας. Στο διάστημα της ζωής του άφησε παρακαταθήκη το πλούσιο έργο, με φιλοσοφικές και θρησκευτικές του αναζητήσεις, μέσα σε μια προσωπικότητα πολυταξιδεμένη και βαθιά ελληνική.
Αρχισε να γράφει την «Ασκητική» στη Βιέννη και την ολοκλήρωσε στο Βερολίνο (1922-1923). Δημοσιεύθηκε πρώτα στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού. Ακολούθησε η πρώτη έκδοση, ως ανάτυπο, η οποία και έχει τον λατινικό τίτλο «Salvatores Dei». Κυκλοφόρησε το 1927. Από τότε ώς το 1944 που, όπως ο ίδιος είχε γράψει, «τη διόρθωσα οριστικά», έκανε πολλές διορθώσεις. Το 1945 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη έκδοσή της. Μέσα στις σελίδες της, όπως σημειώνει ο ίδιος, «διαγράφω τη μέθοδο να ανέβει η ψυχή από κύκλο σε κύκλο ωσότου φτάσει στην ανώτατη Επαφή. Είναι πέντε κύκλοι. Εγώ, ανθρωπότητα, Γης, Σύμπαντο, Θεός. Πώς ν΄ανεβούμε όλα τούτα τα σκαλοπάτια κι όταν φτάσομε στο ανώτατο να ζήσουμε όλους τους προηγούμενους κύκλους». Μέσα στις ίδιες σελίδες περιλαμβάνει σκέψεις που μας ακολουθούν διά βίου – «Ν΄αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μοναχός μου να σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω».
Σε αυτούς τους κύκλους και με στόχο να αφήσει όλες τις αναζητήσεις και τα νοήματα της «Ασκητικής» να διαφανούν, μοιάζει να στήθηκε παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, με την υπογραφή του Ανδρέα Κουτσουρέλη στη σκηνοθεσία. Εξι άντρες ηθοποιοί, ξυπόλητοι, ντυμένοι στα μπεζ, με καμπαρντίνες, μπαίνουν ένας – ένας στη σκηνή. Οι κύκλοι βρίσκονται ήδη εκεί, μαζί με χώμα, νερό, κρασί… Το σκηνικό τοπίο παραπέμπει στο πουθενά και το παντού. Κι αυτοί οι έξι άντρες, που μιλούν και συνομιλούν, αντιδρούν και σιωπούν, είναι όλοι μαζί σαν ένας: σαν να εκφράζουν τον άνθρωπο και την ψυχή του, τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, ψάχνοντας για απαντήσεις που δεν θα βρουν.
Ωστόσο, η ιδέα της μεταφοράς της «Ασκητικής» στο θέατρο, βρίσκεται εξαρχής στον αντίποδα της φύσης του έργου. Πρόκειται για ένα κείμενο εσωτερικό, βαθιά θρησκευτικό, που η δραματοποιημένη εκδοχή του δεν είναι παρά μια μη θεατρική υπόθεση. Η παράσταση του ΚΘΒΕ δεν είναι θέατρο. Είναι μια απαγγελία μοιρασμένη στα έξι, μια υπενθύμιση – κι αυτός είναι ίσως ο σημαντικότερος ρόλος της, μια κοινοποίηση ενός κειμένου που αξίζει να διαβαστεί – έστω να ακουστεί. Ανήκει στις παιδευτικού τύπου παραστάσεις, σαν αναλόγιο με σκηνικό και κοστούμια, αλλά δεν είναι θέατρο. Η δύναμη και η δυναμική του λόγου του Καζαντζάκη, οι φιλοσοφικές αναζητήσεις, οι σκέψεις και, κυρίως, η αγωνία και η κραυγή του είναι υπόθεση του καθενός μας, προσωπική, εσωτερική.
Mε αυτή την παράσταση το ΚΘΒΕ συμμετείχε στον εορτασμό του Ετους Καζαντζάκη (2017). Κι είναι η αυτή «Ασκητική» που παίχτηκε στην Κίνα, τον περασμένο Μάιο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Πεκίνου.
Η περίπτωση Κιμούλη
Κάνει πρόβες για να υποδυθεί τον θείο Βάνια του Τσέχοφ, που θα ανεβάσει σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία στο Δημοτικό του Πειραιά (Νοέμβριος). Η Νικαίτη Κοντούρη που επρόκειτο να σκηνοθετήσει την παράσταση «χάθηκε» καθ’ οδόν. Ο Κιμούλης προτιμά να τα κάνει όλα μόνος του – κι ας αυτοπαγιδεύεται ενίοτε. Γι’ αυτό άλλωστε έχει τ’ όνομα…

Στο «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» άλλαξε μέσα στη σεζόν τρεις παρτενέρ. Πέρυσι στο «Μαυροπούλι» με άλλη ξεκίνησε τις πρόβες, κι άλλη εμφανίστηκε μαζί του επί σκηνής. Με κλεισμένα σαράντα χρόνια στο θέατρο, δεν παύει να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης: θεατρικοί καβγάδες που φτάνουν σε περιστατικά χειροδικίας (;), προσωπικές σχέσεις, έρωτες, γάμοι, διαζύγια, πολιτικές σκέψεις και κομματικές απόψεις, ανάληψη θέσεων και παραιτήσεις (είτε από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας είτε, όπως πέρυσι, από το ΚΠΙΣΝ), δημόσιες κόντρες – πρόσφατα με τον διευθυντή του Φεστιβάλ Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο ή αντιπαραθέσεις μέσω Διαδικτύπου και εφημερίδων –, η «σύλληψη» μετά τη δημοσιοποίηση χρεών προς την Εφορία…

Βίος και πολιτεία; «Ηθοποιός με μανιέρα, άνθρωπος αλαζών, προκλητικός. Ταυτίστηκε με τον Αλέξη Τσίπρα, τον ΣΥΡΙΖΑ, το Οχι, και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε μια θεσούλα» λένε οι μεν. Οι άλλοι μιλούν για τις εξαιρετικές ερμηνείες του (όπως στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, στον μονόλογο του Τόμας Μπέρνχαρντ στο Υπόγειο του Τέχνης, στον «Βασιλιά Ληρ», μεταξύ άλλων), για τον πρωταγωνιστή και θιασάρχη (τρεις πρεμιέρες σε μία σεζόν, θέατρο Καρέζη 1994-95), τον καλλιτέχνη που επηρέασε τις νεότερες γενιές, τον δάσκαλο (στα χρόνια που είχε τη Δραματική στο Γκάζι), τον καλλιεργημένο και δεινό ομιλητή.

«Τόπος μου είναι το θέατρο» συνηθίζει να λέει και πιστεύει ότι για να πετύχει κάποιος δεν χρειάζεται να είναι αρεστός. Αρκεί να ενδιαφέρουν τα έργα του. Ούτε θεωρεί την ευγένεια ως το μοναδικό πλαίσιο στη δουλειά του.

Ο Γιώργος Κιμούλης έχει γεμίσει θέατρα και τα έχει δει μισοάδεια, έχει απογοητευτεί κι έχει απογοητεύσει, έχει χειροκροτηθεί πολύ, έχει ερμηνεύσει κορυφαίους ρόλους, έχει κάνει ρεπερτόριο – αρχαίο δράμα, Σαίξπηρ, κλασικούς. Εχει καταστραφεί κι έχει ξανασηκωθεί. Τώρα ετοιμάζεται για μια ακόμα πρεμιέρα. Η διάρκεια στο θέατρο λέει πολλά.

Σήμερα κλείνει τα 62.

Σκηνοθετική επιμέλεια: Ανδρέας Κουτσουρέλης

Επιμέλεια σκηνογραφίας-κοστουμιών: Μαρία Μυλωνά

Βοηθός σκηνοθέτη: Στάθης Βούτος

Ερμηνείες: Στάθης Βούτος, Κώστας Ιτσιος, Ανδρέας Κουτσουρέλης, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Νίκος Νικολάου, Δημήτρης Παλαιοχωρίτης

Πού: Παίχτηκε στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν (13-15/9). Επόμενες παραστάσεις στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών του ΚΘΒΕ, από 20 ώς 30 Σεπτεμβρίου (21.00)