Μπορεί ο ίδιος ο Πρωθυπουργός να απέφυγε να βάλει το χέρι του στη φωτιά στη Θεσσαλονίκη, οι υπουργοί του όμως, ο ένας μετά τον άλλον, διαλαλούν ότι οι συντάξεις δεν θα κοπούν τον Ιανουάριο. Κι οι βουλευτές του αναμασούν τις υπουργικές διακηρύξεις. Με όρους πολιτικής επικοινωνίας η τακτική κρίνεται απαραίτητη ενόψει εθνικών εκλογών. Ούτε καν η συγκεκριμένη  κυβερνώσα Αριστερά δεν θα κατορθώσει να διαχειριστεί μιντιακά το πολιτικό κόστος των νέων περικοπών στις συντάξεις. Μεταξύ μας, το πρόβλημα δεν είναι μόνο πρόβλημα επικοινωνιακής διαχείρισης. Είναι όντως πρόβλημα πολιτικής επιβίωσης. Αυτό πάνω – κάτω, λένε οι γνωρίζοντες, είναι και το συριζαϊκό επιχείρημα προς τους δανειστές προκειμένου να τους πείσουν. Δεν διατυπώνεται, βέβαια, πάντα τόσο διπλωματικά. Η κυβέρνηση ενίοτε καταφεύγει σε κάτι σαν εκβιασμό: Απειλεί ότι θα στήσει κάλπες πιο νωρίς. Είναι κάτι σαν εκβιασμός επειδή παρότι χρησιμοποιείται ως τέτοιος δεν είναι βέβαιο ότι εκλαμβάνεται κιόλας έτσι από την άλλη πλευρά. Αιτία; Η προφανής είναι πως Ελλάδα δεν θεωρείται πια τόσο επικίνδυνη για την ευρωζώνη.
Πολλές κάλπες
Δεν είναι, ωστόσο, η μοναδική. Οι νεοδημοκράτες, π.χ., που έχουν διαύλους επικοινωνίας με τους εταίρους επιμένουν ότι οι πρόωρες εκλογές δεν φοβίζουν όσο παλιά. Γιατί «οι έξω προεξοφλούν ότι ο Μητσοτάκης έρχεται». Ορισμένοι, μάλιστα, τολμούν και μια σύγκριση με το 2014. Θυμίζουν πως τότε οι Ευρωπαίοι «δεν έδιναν στην κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου τίποτα από τη στιγμή που αντιλήφθηκαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται». Η υπενθύμιση δεν είναι τυχαία. Η λογική είναι απλή: Αν δεν «φόβισε» τόσο την Ευρώπη η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να στηρίξει με κάποιο τρόπο την παραμονή του κυβερνητικού συνασπισμού ΝΔ – ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, για ποιον λόγο να τους «φοβίσει» η επάνοδος σε αυτήν ενός συστημικού κόμματος; Ακούγεται λογικό. Υπάρχει, πάντως, κι ένας ακόμη λόγος – μάλλον ο σοβαρότερος. Μέχρι το 2020 είναι προγραμματισμένες στην ΕΕ δεκαπέντε εκλογικές αναμετρήσεις, περιφερειακές ή εθνικές. Οπότε, όπως επισημαίνει ευρωπαίος αξιωματούχος σε έλληνα συνομιλητή του, «κανένας δεν ενδιαφέρεται για τις ελληνικές εκλογές. Ο καθένας κοιτάει το σπίτι του γιατί θέλει να επανεκλεγεί».