Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση καταθέτει νομοσχέδιο για την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι ο κυβερνητικός εταίρος αποσύρεται από την κυβέρνηση και δηλώνει ότι αίρει την εμπιστοσύνη του προς αυτήν. Εχει αυτό συνταγματικές συνέπειες για τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία;
Από μόνο του όχι! Η απόσυρση από την κυβέρνηση συνεπάγεται μόνο την αντικατάσταση των υπουργών με πρόταση του Πρωθυπουργού. Αλλά και η πολιτική δήλωση για άρση της εμπιστοσύνης επίσης δεν θίγει τη συνταγματική θέση της κυβέρνησης. Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, όχι κοινοβουλευτικών ομάδων.
Η κυβέρνηση χάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής μόνο εάν η Βουλή την αποσύρει. Αυτό γίνεται με ψηφοφορία κατόπιν πρότασης εμπιστοσύνης (που θέτει η ίδια) ή πρότασης δυσπιστίας. Η πρόταση δυσπιστίας εγκρίνεται με 151 θετικές ψήφους, άρα πρακτικά, για να «πέσει» η κυβέρνηση, ο κυβερνητικός εταίρος πρέπει να ψηφίσει «Ναι» σε πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ. Αν μάλιστα δεν έχουν περάσει έξι μήνες από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας (δηλαδή εν προκειμένω έως τα μέσα Δεκεμβρίου 2018), θα πρέπει και να τη συνυπογράψει μαζί με όλη την αντιπολίτευση (151 υπογραφές). Πράγμα το οποίο προϋποθέτει ένα ελάχιστο συνεννόησης όλης της αντιπολίτευσης! Αλλιώς, πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί καν να υποβληθεί.
Η συμφωνία τι γίνεται; Εάν η πρόταση δυσπιστίας υποβληθεί πριν ολοκληρωθεί η συζήτηση για την κύρωση, θα προηγηθεί η πρόταση δυσπιστίας. Οπότε, εάν αυτή γίνει δεκτή, θα ακολουθήσουν: ο κύκλος των διερευνητικών εντολών, της διαβούλευσης με τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και, κατά πάσα πιθανότητα, τελικά εκλογές με υπηρεσιακή κυβέρνηση. Σε αυτή την περίπτωση το ζήτημα της κύρωσης θα το χρεωθεί η επόμενη κυβέρνηση.
Εάν όμως η πρόταση δυσπιστίας δεν λάβει 151 «Ναι» (ή, εάν δεν μπορέσει να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας, π.χ. λόγω εξαμήνου), η Βουλή κάλλιστα μπορεί να συζητήσει και να ψηφίσει για τη συμφωνία. Και εάν λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία, η συμφωνία θα έχει κυρωθεί.
Υπάρχει τέλος και απλούστερη λύση. Η κυβέρνηση καταθέτει τη συμφωνία στη Βουλή και αμέσως, σε συνεννόηση με τον κυβερνητικό εταίρο, ζητεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διάλυση της Βουλής και εκλογές για κρίσιμο εθνικό θέμα. Σε αυτή την περίπτωση τις εκλογές διενεργεί η σημερινή κυβέρνηση. Και το μέλλον του σχεδίου νόμου για την κύρωση επαφίεται στην πρωτοβουλία της επόμενης κυβέρνησης και τη βούληση της νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Ο Νίκος Ι. Παπασπύρου είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ