Το κύριο άρθρο του τελευταίου τεύχους της πάντοτε ενδιαφέρουσας φιλελεύθερης βρετανικής επιθεώρησης «The Economist» προκάλεσε δικαιολογημένη αίσθηση. Οι ιδεολογίες συνήθως δεν αρέσκονται στη γενναία αυτοκριτική και ο σύγχρονος φιλελευθερισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρά την κυριαρχία των ανοιχτών κοινωνιών και οικονομιών (ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτής), οι φιλελεύθερες ελίτ δείχνουν σήμερα αδιάφορες απέναντι στις νέες προκλήσεις – την καθήλωση των πραγματικών εισοδημάτων της μεσαίας τάξης στον δυτικό κόσμο, την αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα αναδυόμενα ζητήματα ταυτοτήτων. Σε αυτό το περιβάλλον βρίσκουν έδαφος να καρπίσουν παγκοσμίως τα δηλητηριώδη άνθη του αυταρχισμού και του εθνικολαϊκισμού. Είναι ίσως λοιπόν απαραίτητο, δανειζόμενοι τον τίτλο του βιβλίου του οικονομολόγου Λουίτζι Ζινγκάλες, «να σώσουμε τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές».
Οι παραπάνω επισημάνσεις έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα μας. Οι χρόνιες παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος οδήγησαν τις προηγούμενες δεκαετίες τους εγχώριους φιλελεύθερους να εξαντλήσουν τις δυνάμεις τους στην αποδόμηση του κρατισμού – χωρίς πάντοτε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η οικονομική κρίση μετέβαλε τα δεδομένα και ξεγύμνωσε το κυρίαρχο μεταπολιτευτικό παράδειγμα. Εκείνο το μοντέλο που προσάρμοσε θεσμούς, συμπεριφορές και νοοτροπίες στις επιταγές της προσοδοθηρίας και ενός εσφαλμένου ατομισμού όπου ευδοκίμησαν τα ειδικά συμφέροντα, η κοινωνική ανευθυνότητα και η οικονομική αναποτελεσματικότητα.
Η σημερινή Ελλάδα είναι μια χώρα σε μετάβαση. Υπό την πίεση των αγορών και των δανειστών μας, συμμαζέψαμε τα δημόσια οικονομικά μας και εξορθολογήσαμε αρκετές περιοχές της δημόσιας πολιτικής – πρέπει ακόμη όμως να γίνουν πολλά. Και ταυτόχρονα η πολυετής κρίση ανέδειξε νέες μορφές οικονομικών ανισοτήτων και νέες κοινωνικές προκλήσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε ότι το είδος του φιλελευθερισμού που μπορεί να ωφελήσει περισσότερο τη χώρα πρέπει να διαθέτει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
– Να είναι ριζοσπαστικός. Η εφαρμογή των (μετα)μνημονιακών υποχρεώσεων δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη φιλελεύθερη ατζέντα. Οι αναγκαίες παρεμβάσεις αφορούν τη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας, ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, την αποτελεσματική μέριμνα για τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας μας, την επιλογή ενός παραγωγικού μοντέλου προσανατολισμένου στην απασχόληση, τις ευκαιρίες κοινωνικής εξέλιξης που διασφαλίζει κύρια η ελεύθερη πρόσβαση σε ένα υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικό σύστημα.
– Να είναι πραγματιστικός. Δεν υπάρχουν οδηγίες κατασκευής και χρήσης της ανοιχτής κοινωνίας. Το ποτάμι του φιλελευθερισμού ιστορικά εκβάλλει σε διαφορετικές όχθες. Οι αγορές επιταχύνουν και πολλαπλασιάζουν τα αποτελέσματα των οικονομικών συναλλαγών, δεν διασφαλίζουν όμως κατ’ ανάγκη την ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Ο φιλελευθερισμός οφείλει να μεριμνά και να προτείνει εκείνες τις θεσμικές παρεμβάσεις που αντιμετωπίζουν τον συγκεντρωτισμό και την αυθαιρεσία της πολιτικής και οικονομικής δύναμης χωρίς εξαιρέσεις.
– Να είναι προοδευτικός, μην παραγνωρίζοντας τα ζητήματα της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας. Οι αγορές εδράζονται σε ηθικές αξίες και η κατανομή των ωφελημάτων τους επηρεάζει και επηρεάζεται από την κοινωνική συναίνεση που οικοδομούν. Η διάχυση των ωφελημάτων των αγορών σε ευρείες ομάδες του πληθυσμού που διασφαλίζει τη συμμετοχή στην οικονομική ζωή αποτελεί τον πυρήνα της σύγχρονης φιλελεύθερης προβληματικής.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα φιλελεύθερο πρόγραμμα που θα συμφιλιώσει την ελευθερία με την αλληλεγγύη, θα απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις της, θα ενισχύσει τη σχεδόν ανύπαρκτη κοινωνική κινητικότητα και θα της επιτρέψει να ανακτήσει τη χαμένη της αυτοπεποίθηση. Ωστε να έχουμε ρεαλιστικές προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον.
Το βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα;» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο