«Ο Johnny English ξαναχτυπά» («Johnny English strikes again», HΠΑ / Αγγλία / Γαλλία, 2018). Κωμωδία του Ντέιβιντ Κερ. Παίζουν: Ρόουαν Ατκινσον, Εμα Τόμσον κ.ά.
Ο Ρόουαν Ατκινσον επιστρέφει στον ρόλο του Τζόνι Ινγκλις και, πιστέψτε με, δεν περίμενα ότι θα γελούσα τόσο πολύ με έναν κωμικό που ποτέ δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, ιδίως ως Μίστερ Μπιν. Ομως αυτή η κωμωδία κατασκοπείας, που μοιάζει με σάτιρα των περιπετειών Τζέιμς Μποντ, αλλά δεν είναι μόνο αυτό, έχει μια χάρη ιδιαίτερη και είναι σαφώς ανώτερη από τις δύο προηγούμενες του 2000 και του 2008. Ο Τζόνι Ινγκλις, απομεινάρι της παλιάς σχολής κατασκόπων και πλέον δάσκαλος σε σχολεία, ως έκτακτη ανάγκη θα χρειαστεί να επανέλθει στην ενεργό δράση, όπου πάντα τα έκανε μαντάρα με τις γκάφες του, αν και τελικά έφερνε εις πέρας τη δουλειά. Το ίδιο πάνω-κάτω θα συμβεί και αυτή τη φορά (το περιμένεις εξάλλου), μόνο που τώρα πια οι συνθήκες κατασκοπείας έχουν αλλάξει ριζικά και αυτό είναι που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει. Οταν ο Τζόνι ζητεί όπλο, ο νεαρός υπεύθυνος (κάτι σαν τον Q στις ταινίες «007») τον κοιτάζει με απορία λέγοντάς του ότι η υπηρεσία δεν χρησιμοποιεί πλέον όπλα. Ο Τζόνι δεν θέλει υβριδικό αυτοκίνητο αλλά ταχυτήτων, μια παλαιολιθική κόκκινη Aston Martin, με την οποία μαρσάρει σαν τρελός. Βάζει μια μάσκα με την οποία υποτίθεται ότι βλέπει τρισδιάστατα και προκαλεί χάος στο κέντρο του Λονδίνου. Τα γκαγκ είναι έξυπνα και πνευματώδη και ο Ατκινσον, στην υπηρεσία τους, καλύτερος από ποτέ! Δίπλα του η Εμα Τόμσον (καρικατούρα της πρωθυπουργού Τερίζα Μέι), ο Μπεν Μίλερ που παίζει τον βοηθό του Τζόνι, ο οποίος βέβαια κάνει όλη τη δουλειά, και ο Τζέικ Λέισι που είναι ο νέος «κακός» της ιστορίας και στόχο έχει να ακινητοποιήσει τη λειτουργία του κόσμου απενεργοποιώντας το Διαδίκτυο με το πάτημα ενός κουμπιού. Εν ολίγοις, πέρασα θαυμάσια και συνιστώ την ταινία ανεπιφύλακτα.
«Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει» (Ελλάδα, 2018). Ηθογραφία του Γιώργου Πανουσόπουλου. Παίζουν: Μαριάννα Πανουσοπούλου, Σερζ Ρεκέ Μπαρβίλ κ.ά.
Κάτι ανάμεσα σε παραμύθι και σε ντοκιμαντέρ, η τελευταία ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου μας θυμίζει πόσο πολύτιμα είναι το κέφι και η χαρά για την ομορφιά της ζωής που σπαταλάμε πνιγμένοι μέσα σε μια καθημερινότητα αφόρητη, στην οποία απόλυτη προτεραιότητα είναι το πορτοφόλι μας. Από μόνο του αυτό είναι ένα στοιχείο που βοηθά την ταινία να ξεχωρίσει, φέρνοντας σε αντιδιαστολή το άγχος και την πίεση δύο ανθρώπων της πόλης (Μαριάννα Πανουσοπούλου, Σερζ Ρεκέ Μπαρβίλ) με τη χαλαρότητα και την ανεμελιά των κατοίκων στο αποξενωμένο νησάκι του Αιγαίου όπου έχουν βρεθεί. Εκεί όπου το χρήμα θεωρείται ντεμοντέ, οι άνθρωποι αγοράζουν προϊόντα με προϊόντα και το λαϊκό δικαστήριο γίνεται στην πλατεία του χωριού, με τους δικαστές να πίνουν τσίπουρο. Η μουσική, ο χορός, η φύση και η αδιαφορία για το αύριο είναι στοιχεία που δένουν αρμονικά σε αυτή την κοινωνία της ουτοπίας που, έστω στιγμιαία, σε κάνει να θες να γίνεις μέλος της, ακόμα κι αν ξέρεις ότι όπως σε όλα τα γλυκά όνειρα, έτσι και σε αυτό θα υπάρξει ένα τέλος.
«Μην ανησυχείς, δεν θα πάει μακριά με τα πόδια» («Don’t worry, he won’t get far on foot», ΗΠΑ, 2018). Δράμα του Γκας Βαν Σαντ. Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Τζακ Μπλακ, Ρούνεϊ Μάρα κ.ά.
Αναμφισβήτητα ένας από τους χαρισματικότερους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Χοακίν Φίνιξ είναι το αστέρι αυτής της εν μέρει καταθλιπτικής, εν μέρει αισιόδοξης ταινίας, η οποία υποστηρίζει ότι ακόμα και μέσα από μια ολοκληρωτικά καταστρεπτική κατάσταση κάτι καλό μπορεί να παραχθεί, κάτι που μπορεί ακόμα και να ορίσει εκ νέου μια ζωή που φαινομενικά δείχνει να βρίσκεται στο πουθενά.
Το παράδειγμα είναι ο ήρωας που ο υποδύεται ο Φίνιξ, ο Τζον Κάρναχαν (1951-2010), ο οποίος, έχοντας μείνει σχεδόν ολοκληρωτικά παράλυτος εξαιτίας ενός τροχαίου ατυχήματος που οφειλόταν στον εθισμό του στο αλκοόλ, μπόρεσε μέσα από μια σκληρή διαδικασία να ανακαλύψει τον εαυτό του και να γίνει διάσημος γελοιογράφος εναλλακτικών εντύπων του Πόρτλαντ. Αυτή η διαδικασία προς τη λύτρωση είναι που ενδιαφέρει τον Γκας Βαν Σαντ, ο οποίος με την πολύτιμη συμβολή του πρωταγωνιστή του φτιάχνει με συνέπεια το πορτρέτο ενός εξαιρετικά δύσκολου χαρακτήρα, που μόνο ενοχλητικός μπορούσε να γίνει, είτε βρισκόταν πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι είτε όχι. Μια ερμηνεία που τηρεί τις προϋποθέσεις υποψηφιότητας Οσκαρ.
«Το σπίτι με το ρολόι στον τοίχο» («The house with a clock in its walls», ΗΠΑ, 2018). Περιπέτεια φαντασίας του Ελι Ροθ. Παίζουν: Τζακ Μπλακ, Κέιτ Μπλάνσετ κ.ά.
Το ρολόι του τίτλου αυτής της παιδικής φαντασίας δεν καταστρέφει τον κόσμο, αλλά τον πηγαίνει πίσω, στην αρχή του, κάτι που ίσως να είναι χειρότερο. Αυτό τουλάχιστον πιστεύει ο μάγος Τζόναθαν (Τζακ Μπλακ) που μαζί με τη φίλη του Φλόρενς (Κέιτ Μπλάνσετ) αναλαμβάνει την ανατροφή του συνεσταλμένου ορφανού ανιψιού του Λούις (Οουεν Βακάρο) που θα εκπαιδευτεί αναλόγως. Η σωτηρία του κόσμου θα γίνει προτεραιότητά τους στην αμερικανική επαρχία της δεκαετίας του 1950, σε μια ταινία που νομίζεις ότι προέρχεται από το περιβάλλον του Χάρι Πότερ, ή τουλάχιστον έχει αρκετά στοιχεία που θυμίζουν το αξεπέραστο σύμπαν της Τζόαν Κ. Ρόουλινγκ, αν και χωρίς τον ανάλογο ρυθμό, χωρίς το ξάφνιασμα και με μπόλικο μπέρδεμα στην πλοκή, πράγμα που δεν κάνει την παρακολούθηση εύκολη σε ηλικίες κάτω των 12 ετών.
«Η Κλεό από τις 5 έως τις 7» («Cléo de 5 à 7», Γαλλία, 1962) της Ανιές Βαρντά. Επιστροφή στις αίθουσες σε ψηφιοποιημένη κόπια της πιο γνωστής ταινίας που σκηνοθέτησε η «γιαγιά της Nouvelle Vague», όπως, χάριν ευκολίας, αποκαλούν σήμερα την 90χρονη Ανιές Βαρντά. Είναι μια θαυμάσια ταινία εξωτερικής και εσωτερικής περιπλάνησης, γυρισμένη στους δρόμους του Παρισιού στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η οποία συγχρόνως βουτά στην ψυχή της γυναίκας που περιπλανάται περιμένοντας τα αποτελέσματα των σοβαρών ιατρικών εξετάσεών της. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της ταινίας οφείλεται στο υπέροχο βλέμμα της ηθοποιού Κορίν Μαρσάντ, που ισορροπεί ανάμεσα στον φόβο και στην αποφασιστικότητα, στην αγωνία για το άγνωστο αλλά και στη δίψα για ζωή. Συγχρόνως μια ταινία για τη θέση της γυναίκας λίγο πριν από το ξέσπασμα της σεξουαλικής επανάστασης, στις αρχές μιας δεκαετίας μέσα στην οποία ο κόσμος έμελλε να αλλάξει ριζικά. Μια ταινία αγέραστη.
«Χάσαμε τον δρόμο, στοπ!» («Contromano», Iταλία, 2018) του Αντόνιο Αλμπανέζε, με τον ίδιο στον ρόλο του καθωσπρέπει, ήσυχου Μιλανέζου, ο οποίος σε ένα ξέσπασμα ξενοφοβίας απάγει έναν σενεγαλέζο μικροπωλητή με σκοπό να τον… επιστρέψει στον τόπο του. Road movie με καλές προθέσεις και αρκετούς συναισθηματικούς ελιγμούς, που θέλει να γίνει ένα ευχάριστο, light σχόλιο της πολύ δυσάρεστης πραγματικότητας του μεταναστευτικού προβλήματος στην Ευρώπη.
«Υπεράνω υποψίας» («The catcher was a spy», ΗΠΑ, 2018) του Μπεν Λιούιν. Βιογραφικό δράμα με θέμα τον παίκτη του μπέιζμπολ Μο Μπεργκ (Πολ Ραντ), ο οποίος στα μέσα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στρατολογήθηκε ως κατάσκοπος από το Γραφείο Υπηρεσιών Ασφαλείας των ΗΠΑ.