«Βιασμός». Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε πριν από χρόνια μία φίλη μου αναφερόμενη στην εισβολή διαρρηκτών στο σπίτι της. Και μου είχε κάνει εντύπωση διότι είχε ζήσει την εμπειρία του βιασμού και ήξερα καλά πόσο την είχε τραυματίσει. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση οι ληστές δεν είχαν κλέψει αντικείμενα μεγάλης αξίας διότι, απλά, δεν υπήρχαν στο διαμέρισμά της. «Δεν έχει σημασία» μου έλεγε. «Το ότι βρήκα το σπίτι ανάστατο, τα βιβλία μου πεταμένα, τα συρτάρια μου ανοιχτά, το ότι ήξερα πως οι ληστές είχαν πιάσει τα προσωπικά μου αντικείμενα, τα εσώρουχά μου με έκανε να νιώθω ένα όχι βέβαια της ίδιας έντασης αλλά της ίδιας κατηγορίας συναίσθημα».
Η φίλη μου ήταν τυχερή. Οχι μόνο διότι η λεία των κακοποιών δεν ήταν σημαντική αλλά, κυρίως, επειδή έλειπε από το σπίτι της την ώρα της διάρρηξης και δεν χρειάστηκε να τους αντιμετωπίσει. Κάτι το οποίο είναι το χειρότερο σενάριο όχι μόνο λόγω του ψυχολογικού σοκ, αλλά και των κινδύνων που συνεπάγεται πλέον ένα τέτοιο συναπάντημα. Η «νέα γενιά» διαρρηκτών ουδεμία σχέση έχει με τους φτωχοδιάβολους μπουκαδόρους παλαιότερων δεκαετιών. Αποφασισμένοι και «εκπαιδευμένοι» κακοποιοί είναι επικίνδυνα ψύχραιμοι αλλά μπορούν να γίνουν ακόμη πιο επικίνδυνοι όταν χάνουν την ψυχραιμία τους.
Να δεχθώ ότι η αύξηση της εγκληματικότητας αυτού του είδους έχει να κάνει με τις συνθήκες (κοινωνικές και οικονομικές) στις οποίες έχουν αναπτυχθεί οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις και τους μετασχηματισμούς στη σύνθεση του πληθυσμού τους. Αυτό που δεν πρέπει να δεχθούμε όμως είναι η αντιμετώπισή της ως αναγκαίο και μη διαχείρισιμο κακό. Η αδράνεια της Αστυνομίας έτσι όπως την περιέγραψε στα προχθεσινά «ΝΕΑ» ο Γιώργος Βαρδάκας που έζησε την εμπειρία να παρακολουθεί σε ζωντανή μετάδοση τη διάρρηξη στο σπίτι του, με κάνει να νιώθω ότι ζω σε μία κοινωνία που δεν μου μπορεί να μου εξασφαλίζει ένα βασικό συστατικό της Δημοκρατίας, που είναι να νιώθω ασφαλής στον προσωπικό μου χώρο.