Εγραψε το Beautiful Losers το 1966 στην Υδρα, τον καιρό που θεωρούσε τον εαυτό του loser. Ηταν λιώμα, θα έλεγε αργότερα σε μια συνέντευξή του. Δεν του άρεσε η ζωή του. Αποφάσισε πως ή θα γεμίσει τις σελίδες με γράμματα ή θα σκοτωθεί. Οταν τελείωσε το βιβλίο, έκανε νηστεία για δέκα μέρες και έχασε τελείως την επαφή με το περιβάλλον. Ηταν το πιο τρελό του ταξίδι. Είχε παραισθήσεις για μια εβδομάδα. Τον μετέφεραν σε ένα νοσοκομείο του νησιού. Ενα απόγευμα, ο ουρανός ήταν μαύρος από τους πελαργούς. Πέρασαν τη νύχτα στις εκκλησίες και το πρωί έφυγαν. Τότε αισθάνθηκε καλύτερα. Και αποφάσισε να πάει στη Νάσβιλ και να γράφει τραγούδια.
Ετσι λοιπόν ξεκίνησαν όλα. Μισός αιώνας εκρηκτικής δημιουργικότητας δηλαδή από έναν άνθρωπο που υπήρξε ποιητής, ζωγράφος, συνθέτης, τραγουδιστής, συγγραφέας, μουσικός, επιχειρηματίας, ηθοποιός, εραστής, πατέρας, φίλος, βουδιστής και πολλά άλλα. Μερικά τραγούδια του, ο Λέοναρντ Κοέν τα έγραψε σε μια στιγμή. Για άλλα, όπως το Anthem, χρειάστηκε μια δεκαετία. Εκείνος ο στίχος μάλιστα για τη «ρωγμή που υπάρχει στο καθετί» ήταν σαν να υπήρχε ανέκαθεν και να ανακυκλωνόταν. Λογικό: έτσι μπαίνει το φως.
Σε όλη του τη ζωή, ο Κοέν προετοιμαζόταν για δύο πράγματα: τον έρωτα και τον θάνατο. Ο έρωτας – είπε κάποτε στην Αντζέλικα Χιούστον – είναι αιώνιος και τον περισσότερο χρόνο δεν ξέρουμε τι να κάνουμε μ’ αυτόν. Επειδή είναι αιώνιος και ισχυρός και μυστηριώδης, οι πανικόβλητες αντιδράσεις μας είναι ανάρμοστες και συχνά τραγικές. Ο ίδιος ο έρωτας όμως, όταν αφομοιωθεί καταλλήλως στο τοπίο του πανικού, είναι η μοναδική λυτρωτική δυνατότητα για τα ανθρώπινα όντα, παγιδευμένα καθώς είναι κάθε στιγμή στη βεβαιότητα του θανάτου.
Αυτό το δίπολο ήταν ιδιαίτερα ισχυρό στη σχέση του με τη Μαριάν Ιλέν, για την οποία έγραψε το περίφημο So long Marianne. Γνωρίστηκαν στην Υδρα, της θύμιζε τη γιαγιά της, πήγαν μαζί με το αυτοκίνητο στη Νορβηγία, αγαπήθηκαν, χώρισαν. Τις παραμονές του θανάτου της από λευχαιμία, τον Ιούλιο του 2016, ζήτησε να τον ενημερώσουν. Κι εκείνος της έστειλε ένα γράμμα όπου την αποχαιρετούσε, της υποσχόταν ότι πολύ γρήγορα θα τη συναντούσε και τη διαβεβαίωνε ότι ήταν τόσο κοντά της που αν άπλωνε το χέρι της θα άγγιζε το δικό του. Οταν ο κοινός τους φίλος διάβασε αυτή τη φράση, η Μαριάν άπλωσε το χέρι. Κι όταν της μουρμούρισε το αγαπημένο της τραγούδι, το Bird on a Wire, έκλεισε τα μάτια για πάντα.
Αν δεν είχε εκπληρώσει την υπόσχεσή του, και δεν είχε φύγει κι εκείνος εκατό μέρες αργότερα, ο τρυφερός Καναδός θα έκλεινε σήμερα τα 84 του χρόνια. Στη μνήμη του θα τραγουδήσουν απόψε στον κήπο του Μεγάρου τρεις νέες ερμηνεύτριες. Αναρωτιέμαι πώς θα αποδώσουν διάφορα τραγούδια του. Αλλά κυρίως το Hallelujah. Ξέρετε εσείς, το «πιο τέλειο τραγούδι στον κόσμο».