Tabula Rasa; Τι μας έπιασε ξαφνικά και ανατρέχουμε στους Λατίνους και τον εμπειρισμό του Λοκ; Πιθανόν το ερώτημα δεν είναι μόνον δικό μου – και σε μια πρώτη σκέψη αυτή η παραπομπή της στήλης στον «άγραφο πίνακα», το τάμπουλα ράζα της στιγμής που αντικρίζουμε τον κόσμο (που έχει καθορίσει εν πολλοίς και τη σύγχρονη δυτική σκέψη) αποτελεί και μια παρότρυνση να γυρίσουμε πίσω στην αρχή, να ξαναβρούμε την αφετηρία μας και να μπούμε σε νέα τροχιά με καθαρό νου. Ισως, ξαναπαίρνοντας τον δρόμο από την αρχή, με άλλα διδάγματα και προσεγγίσεις, η κατεύθυνση να είναι διαφορετική.
Ασυναίσθητα επέστρεψα στο 1976 – μια χρονιά που παραμένει στο μυαλό μου τραυματική. Θα μπορούσα να απαριθμήσω διάφορα ευτράπελα που συνέβησαν στη δική μου καταραμένη χρονιά, αλλά θα παραμείνω στα σημαντικότερα. Το πράγμα είχε στραβώσει ήδη από τις αρχές εκείνου του καλοκαιριού, όταν έχασα την ευκαιρία να είμαι ένας από τους λαμπαδηδρόμους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ. Στην άσφαλτο της εθνικής, μπροστά στο οικογενειακό βενζινάδικο, έβλεπα το σταμπαρισμένο σήμα με τους πέντε κύκλους και περίμενα να πάρω στα χέρια τη μεταλλική δάδα μέχρι το επόμενο χιλιόμετρο. Δεν έγινε ποτέ. Η ολυμπιακή φλόγα άλλαξε σε χέρια άλλων μπροστά στα μάτια μου. Στα οκτώ, ακόμη κι αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, δεν μπορείς να σκεφτείς ότι χρειάζονται αιτήσεις που θα εγκριθούν από το υπουργείο και τους διοργανωτές για να επιλεγείς για εκείνο το χιλιόμετρο που σχεδίαζα να τρέξω σε ρυθμούς σπρίντερ. Κάπου εκεί ανακάλυψα την έννοια του δημόσιου φορέα και της διαδικασίας – ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα το κράτος απέναντί μου.
Δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του ’76 σκοτώθηκε ο πατέρας. Κρανιογκεφαλικές κακώσεις σε ένα τροχαίο. Δεν έφυγε αμέσως. Τον μετέφεραν με ένα αγροτικό στο νοσοκομείο της Κυπαρισσίας που δεν είχε ασθενοφόρο – και επί ώρες αναζητούσαν τρόπο μεταφοράς στην Αθήνα. Μισή μέρα ψυχορραγούσε και έσβησε λίγο μετά τις έξι το απόγευμα στις στροφές του Αχλαδόκαμπου, μέσα σε ένα ασθενοφόρο που είχε βρεθεί στην Πάτρα. Αν είχε φτάσει εγκαίρως σε ένα οργανωμένο νοσοκομείο της Αθήνας, μπορεί να τα κατάφερνε. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Κάπου εκεί, ωστόσο, με το κράτος να μου φαίνεται ξένο, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την έννοια του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών υποδομών. Μετά ήρθε το ’81 και η Αλλαγή. ΟΌσο κι αν στέκεται κανείς κριτικά απέναντι στις μεταβολές εκείνης της δεκαετίας, το βέβαιο είναι πως το 1982 το νοσοκομείο της Κυπαρισσίας απέκτησε ασθενοφόρο και μέχρι το ’84, με το ΕΣΥ, είχε και δεύτερο. Μαζί με κάποιες ειδικότητες γιατρών που έδειχναν άγνωστες λίγα χρόνια νωρίτερα.
Το άτιμο ’76 άρχισε να με βασανίζει ξανά, διαβάζοντας τις προτάσεις που κατατίθενται σε διπλανές σελίδες για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας. Αν κάτι χάθηκε από τη χώρα στα χρόνια της κρίσης και κινδυνεύει να χαθεί, αργά αλλά σταθερά, και από την Ευρώπη, είναι η κοινωνική σφραγίδα στην ταυτότητά της, η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά και το μεγαλύτερο επίτευγμα της σοσιαλδημοκρατίας στη μεταπολεμική περίοδο. Στα καθ’ ημάς, αργήσαμε και σε αυτό, όπως σχεδόν σε όλα όσα είχαν προηγηθεί στη Δυτική Ευρώπη, της εκβιομηχάνισης συμπεριλαμβανομένης, αλλά από τη δεκαετία του ’80 ήταν σε όλους κατανοητό και ορατό ότι η κοινωνική ευθύνη είναι πρωτίστως κρατική υπόθεση. Ο Κέινς είχε επικρατήσει και στα μέρη μας και το κοινωνικό κράτος άρχισε να αποκτά θεμέλια. Δεν είναι αυτές οι δομές – στην Υγεία, την Παιδεία, την Πρόνοια κ.λπ. – που έριξαν το καράβι στα βράχια της χρεοκοπίας, και η σύγκρουση για τη δική τους αναγκαιότητα, που φαίνεται να αναζωπυρώνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, είναι ανώφελη. Σε κάθε περίπτωση, το κοινωνικό κράτος αποτελεί την ψυχή της σοσιαλδημοκρατίας και αν θέλει να ξαναβρεί τη ρότα της, οφείλει πρώτα απ’ όλα να ξαναβρεί την ψυχή της.