«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να προχωρήσει η Ελλάδα σε αναθεώρηση δεσμεύσεων» δηλώνει κατηγορηματικά ο Κρίστοφερ Ντέμπικ, επικεφαλής μακροοικονομικών αναλύσεων της επενδυτικής τράπεζας Saxo Bank. «Δεδομένου ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται ότι ενέχει ρίσκο ως επένδυση και η οικονομική της κατάσταση εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να στηρίξει την αγορά, το καλύτερο για τους έλληνες πολιτικούς είναι να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους».
Ο οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας θεωρεί ότι το κυριότερο πρόβλημα για την Ελλάδα σήμερα συνδέεται με το εξωτερικό περιβάλλον. Οπως επεξηγεί στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», η κανονικοποίηση της νομισματικής πολιτικής και η υψηλότερη τιμή του αμερικανικού δολαρίου αποτελούν βασικούς παράγοντες οικονομικής αστάθειας.
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι «είναι ζήτημα μόνο ενός ή δύο ετών προτού οι ΗΠΑ βρεθούν σε ύφεση. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της επικείμενης ύφεσης των ΗΠΑ» δηλώνει, προβλέποντας ότι η Ελλάδα ενδεχομένως χρειαστεί νωρίτερα από ό,τι εκτιμούν οι έλληνες πολιτικοί τη βοήθεια της ευρωζώνης και της ΕΚΤ.
Ο Ντέμπικ βλέπει δυσκολίες και στην αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα, εξαιτίας της χαμηλής δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ, που οφείλεται στη χαμηλή παραγωγικότητα και τη χαμηλή ροή επενδύσεων, αλλά και της μετανάστευσης Ελλήνων προς το εξωτερικό τα τελευταία χρόνια. Εκτιμά με βεβαιότητα ότι η διατήρηση της δημοσιονομικής προσαρμογής «θα είναι μεγάλη πρόκληση για την παρούσα και τις επόμενες κυβερνήσεις».
Ερωτώμενος πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών ο ειδικός στις μακροοικονομικές αναλύσεις δηλώνει ότι σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων είναι «ρεαλιστική» η προοπτική να παραμείνει η χώρα ένας προορισμός κερδοσκοπικών επενδύσεων, που προσφέρει υψηλή και ασφαλή απόδοση, λόγω της δυνατότητας να επέμβει η ΕΚΤ σε περίπτωση ανάγκης. «Ωστόσο γνωρίζουμε ότι τα επιτόκια θα αρχίσουν να αυξάνονται περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, εξέλιξη που σημαίνει ότι οι επενδυτές ενδέχεται να είναι πιο απρόθυμοι να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα, θεωρώντας ότι άλλες επενδύσεις, που ενέχουν χαμηλότερο ρίσκο, θα μπορούσαν να προσφέρουν καλύτερη απόδοση» τονίζει ο Ντέμπικ.
Κατά την άποψή του «η Ελλάδα δεν μπορεί να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών εφόσον η ανάπτυξη δεν είναι αρκετά ισχυρή». Αλλά στον δρόμο προς μεγαλύτερη ανάπτυξη «χρειαζόμαστε ένα κράτος που είναι σε θέση να επενδύσει στην οικονομία και να μην επικεντρώνεται μόνο στην αποπληρωμή των πιστωτών». Κατά την πάγια θέση του η λύση βρίσκεται σε γενναιόδωρη περικοπή του ελληνικού χρέους τουλάχιστον κατά ένα τρίτο, ώστε να μπορέσει η χώρα να εφαρμόσει αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική όταν χρειαστεί.
Σχετικά με τις επενδύσεις, ο οικονομολόγος θεωρεί ότι το επενδυτικό πακέτο Γιούνκερ, που περιλαμβάνει και επενδύσεις στην Ελλάδα, δεν έχει μέχρι στιγμής επιδείξει πραγματική επιτυχία. Εκτιμά ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη εισροή κινεζικών επενδύσεων τα επόμενα χρόνια στο πλαίσιο του νέου δρόμου του μεταξιού, αλλά προειδοποιεί ότι «υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να επικεντρωθούν οι επενδύσεις αυτές μόνο στις υποδομές, οπότε θα έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στη συνολική οικονομία».
Ανησυχεί για το ότι το επόμενο έτος είναι μια χρονιά εκλογών στην Ελλάδα; Θεωρεί ότι οι εκλογές στην Ελλάδα ενέχουν πολύ χαμηλότερο πολιτικό ρίσκο σε σύγκριση με το Brexit, τον εμπορικό πόλεμο ή ακόμη και με τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Μάρτιο του 2019. «Ανεξάρτητα από το ποιος συνασπισμός θα αναδειχτεί νικητής, η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να τηρήσει τις  προηγούμενες συμφωνίες. Αυτή πρέπει να είναι η προτεραιότητα. Μπορεί να υπάρξουν κάποιες προσαρμογές πολιτικής και εφαρμογής περιορισμένων κοινωνικών μέτρων, αλλά η Ελλάδα δεν έχει πραγματική μόχλευση με τόσο υψηλό χρέος» δηλώνει.