Εκρηκτικός. Τολμηρός. Προκλητικός. Πρωτοπόρος. Αμετανόητος. Και πάνω από όλα εξαιρετικά επιδέξιος να βγαίνει αλώβητος από τις θύελλες που ο ίδιος προκαλεί. Ουδείς – ούτε ο ίδιος – θα μπορούσε να αρνηθεί την παραπάνω λίστα, κι ας μην περιλαμβάνεται στο επίσημο βιογραφικό του: εκείνο που αναφέρει ότι είναι εικαστικός, χορογράφος, σκηνοθέτης και συγγραφέας και μάλιστα από τους πιο αναγνωρισμένους παγκοσμίως, με φανατικούς φίλους που παρακολουθούν με συνέπεια τη δουλειά του κι άλλο τόσο φανατικούς εχθρούς, οι οποίοι τον κατηγορούν για ματαιοδοξία και αναζητούν πίσω από κάθε σχεδόν κίνησή του και ένα ατόπημα.

Κι εκείνος είναι αλήθεια ότι δεν τους στερεί τις αφορμές. Οταν αποφάσισε να πετά γάτες στον αέρα οι οποίες προσγειώνονταν πάνω στα σκαλιά του δημαρχείου της γενέτειράς του, της Αμβέρσας, για να κινηματογραφήσει μια περφόρμανς, χρειάστηκε εν συνεχεία για αρκετές νύχτες να κοιμάται και σε διαφορετικό σπίτι λόγω των απειλών που δεχόταν ενώ οργισμένοι φιλόζωοι του επιτέθηκαν με ρόπαλα την ώρα που έκανε τζόγκινγκ. Κι όταν επέλεξε να κρεμάσει βαλσαμωμένους σκύλους, γάτες και κύκνους σε αλλόκοτες στάσεις δίπλα σε διάσημα έργα ζωγραφικής φλαμανδών δημιουργών στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης «άναψε φωτιά» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με το hastag #shameontheHermitage (Ντροπή στο Ερμιτάζ) να εντάσσεται για ημέρες ανάμεσα στα πιο δημοφιλή και χωρίς οι ενοχλημένοι επισκέπτες να πείθονται από το επιχείρημα ότι επρόκειτο για αδέσποτα που σκοτώθηκαν από διερχόμενους οδηγούς αυτοκινήτων.

Αν δε αυτό είναι το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα, μακροπρόθεσμα καταφέρνει και πάλι να διχάζει κοινό και κριτικούς, με ορισμένους να τον θαυμάζουν ως δημιουργό αριστουργημάτων και άλλους να τον χαρακτηρίζουν τσαρλατάνο της τέχνης. Και τον ίδιο να τιτλοφορεί μία από τις εκθέσεις του «Η τέχνη με κράτησε εκτός φυλακής», μία από τις επιτυχημένες παραστάσεις του «Είμαι ένα λάθος» και μία από τις πιο πρόσφατες περφόρμανς του να έχει ως πρωταγωνιστή τον ίδιο δεμένο χειροπόδαρα να σέρνεται σαν σκουλήκι στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας.

Μέσα σε αυτόν τον προσωπικό μύθο που έχει χτίσει με κόπο ο 60χρονος πλέον Γιαν Φαμπρ – γνωστός στο ευρύ ελληνικό κοινό από το σύντομο πέρασμά του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ και χαρακτηρισμένου ως persona non grata από το εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα – η είδηση ότι κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση και ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους συνεργάτες του δύσκολα θα έλεγε κάποιος ότι αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Απαιτητικός για να έχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δεν διστάζει να υποβάλλει όσους δουλεύουν μαζί του σε εξαντλητικές πρόβες και να δοκιμάζει τα όριά τους. Εξάλλου δεν είναι μόνο τα όρια της ομάδας του που δοκιμάζει, αλλά και των θεατών του, στους οποίους άλλοτε εκθέτει πίνακές του καμωμένους με ούρα, σπέρμα και αίμα, άλλοτε γλυπτά καμωμένα από ανθρώπινα οστά και άλλοτε τους προσκαλεί σε παραστάσεις 24ωρης διάρκειας.

Τα όρια όμως έχουν κι αυτά τα όριά τους. Και στην περίπτωση της ομάδας Τρουμπλέιν, που διατηρεί εδώ και τρεις και πλέον δεκαετίες ο Γιαν Φαμπρ φαίνεται πως αν δεν έσπασαν, τουλάχιστον παρουσίασαν ρωγμές. Είκοσι συνεργάτες του – χορευτές, χορεύτριες και εργαζόμενοι σε διάφορες θέσεις – αποφάσισαν να μιλήσουν ανοιχτά (ορισμένοι έπειτα από δεκαετίες όπως παραδέχονται) όχι, όμως, εν συνόλω επωνύμως. Και σε επιστολή τους που δημοσιεύθηκε στο βελγικό περιοδικό «rekto:verso» του καταλογίζουν ουκ ολίγα αμαρτήματα: προσβολές σχετικά με το βάρος τους, εκφοβισμό που τους οδηγούσε να ξεσπούν ενώπιον των συναδέλφων τους σε κλάματα, εξευτελισμούς, ψυχολογικά παιχνίδια που τους προκαλούσαν σύγχυση, σεξιστική κριτική ιδιαιτέρως προς τις γυναίκες και τη φυσική τους κατάσταση, ρατσιστικά προσωνύμια, προσβολές και απειλές.

Κι αν αυτά μοιάζουν ήδη πολλά, σύμφωνα με την επιστολή, είναι μάλλον τα πιο ελαφρά του «κατηγορητηρίου», καθώς υπάρχουν μαρτυρίες και για σεξουαλική παρενόχληση και οι οποίες δεν προέκυψαν, όπως υποστηρίζουν οι καταγγέλλοντες υπό την επιρροή του ευρύτερου κλίματος που έχει διαμορφωθεί από το κίνημα #MeToo. Πρόκειται τόσο για πρόσφατες υποθέσεις όσο και για παλαιότερες που έχουν συμβεί την τελευταία 20ετία. Αλκοόλ, ναρκωτικά και σεξ με πρόσχημα καλλιτεχνικές φωτογραφίσεις αναφέρονται στην επίμαχη και μακροσκελέστατη επιστολή. Αν και ο ίδιος ο Γιαν Φαμπρ δεν προέβη σε κάποια δημόσια δήλωση, η ομάδα του απάντησε επισημαίνοντας πως ο δημιουργός της διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα – κάτι που θα μπορούσε να εκλάβει κάποιος ως εν μέρει αποδοχή κάποιων εκ των κατηγοριών – όμως αποσαφηνίζεται ότι αποτελούν «κόκκινη γραμμή» για την ομάδα η αμοιβαία συναίνεση και ο σεβασμός.

Ωστόσο η ομάδα κι ο αρχηγός της θεώρησαν ότι η διάθεσή τους να προχωρήσουν σε έναν ήρεμο και ειρηνικό διάλογο με τους εμπλεκομένους δεν ευοδώθηκε. Ο υπουργός Πολιτισμού του Βελγίου δεν χαρίστηκε – σε αυτή τουλάχιστον τη φάση – στον διάσημο δημιουργό και ζήτησε να διεξαχθεί έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσον ευσταθούν οι κατηγορίες. Εκατό ακόμη χορευτές και χορογράφοι εξέφρασαν την υποστήριξή τους στους συναδέλφους τους ζητώντας να ριχτεί άπλετο φως στην υπόθεση. Κι εκείνος φρόντισε με τη σειρά του να δηλώσει ότι θα συνεργαστεί πλήρως ώστε να ξεκαθαριστεί η κατάσταση. Μαζί όμως ήρθε και η πρώτη ρωγμή στην άμυνά του: η παραδοχή ότι ένας χορευτής την περασμένη σεζόν προέβη σε παράπονα αγνώστου περιεχομένου αρνούμενος οποιαδήποτε εσωτερική ή εξωτερική διαδικασία διερεύνησης του θέματος. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: αν αποκαλυφθεί πως έστω και μία από τις μαρτυρίες ευσταθεί, εκείνος θα εξακολουθεί να μένει πιστός στη θέση του «δεν μετανιώνω ποτέ, είμαι ένα λάθος εκ γενετής»;