Ο συνδετικός τους κρίκος ήταν στην αρχή το Εθνικό Θέατρο. Εκείνος, απόφοιτος της δραματικής του σχολής, έκανε τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα στην αγκαλιά της μεγαλύτερης σκηνής της χώρας πριν ανακαλύψει τη γοητεία του κινηματογράφου χάρη στον «Νοτιά» του Τάσου Μπουλμέτη και το φιλμ «Ο εχθρός μου» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου. Αντίστοιχη πορεία ακολούθησε και η «συνοδοιπόρος» του από τη δραματική σχολή του Εθνικού μέχρι τις πρώτες παραστάσεις στις σκηνές του, όπως «Η νίκη» και οι «Πυρκαγιές».
Αρκετά χρόνια αργότερα, το Εθνικό Θέατρο ήταν αυτό που έδωσε στον Γιάννη Νιάρρο και την Ιωάννα Κολλιοπούλου την ευκαιρία να αναδείξουν το ταλέντο και να βραβευτούν. Χάρη στην παράσταση «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη, οι νεαροί πρωταγωνιστές κατάφεραν την περσινή σεζόν να αποσπάσουν τα βραβεία Χορν και Μερκούρη για τις ερμηνείες τους – η πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού που διακρίνονται ηθοποιοί από την ίδια παραγωγή. Λίγο πριν την τρίτη επανάληψη της παράστασης, αυτή τη φορά στο Θέατρο Τζένη Καρέζη, σε παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου από την 1η Οκτωβρίου, συναντήσαμε τους δυο τους για να μιλήσουμε για τον απόηχο της βράβευσής τους, το «Στέλλα κοιμήσου» και την υποκριτική.
Τρεις μήνες μετά τη βράβευσή σας, τι έχει αλλάξει στη δουλειά σας;
Γιάννης Νιάρρος: Δεν μπορώ να πω ότι είδα κάποια αλλαγή. Από άποψη αυτοπεποίθησης όλο αυτό ήταν ένα μπράβο για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε τόσο καιρό και μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Είναι ωραίο να το ακούς αυτό γιατί στη δουλειά μας υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια και πάντα έχεις δεύτερες σκέψεις για το πώς κάνεις κάτι.
Ιωάννα Κολλιοπούλου: Ούτε εγώ έχω δει κάποια αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης της δουλειάς. Λίγο παραπάνω η φάτσα μας έπαιξε από ό,τι κατάλαβα.
Γ.Ν. Ηταν καλό για τη δουλειά μας και στο επικοινωνιακό κομμάτι.
Βλέπετε ίσως να ανοίγουν κάποιες καινούργιες πόρτες εξαιτίας της δημοσιότητας;
Γ.Ν. Ναι, στο ότι άνθρωποι που ίσως δεν σε γνωρίζουν ή δεν σε έχουν δει στο θέατρο – δεν δουλεύουμε δα και άπειρα χρόνια – ενδιαφερθούν για τη δουλειά σου.
Το γεγονός ότι βραβευθήκατε και οι δύο για την ίδια παράσταση τι σημαίνει για το έργο;
Ι.Κ. Είναι πρωτοφανές αυτό! Τέλειο! Εγώ χαίρομαι πολύ και για τον Γιάννη Οικονομίδη που στην πρώτη του θεατρική απόπειρα έγινε αυτό. Κατάφεραν δύο παιδιά από τη δουλειά του να βραβευτούν με τόσο μεγάλα βραβεία.
Γ.Ν. Επιβραβευτήκαμε ουσιαστικά όλοι μαζί γιατί δεν είναι μόνο η προσωπική σου δουλειά σε μία παράσταση. Είναι ομαδικό οπότε και για όλα τα παιδιά και για τον Γιάννη είναι μία μεγάλη χαρά. Το βασικότερο ήταν ότι έπρεπε να μπούμε σε μία συνθήκη παιξίματος που δεν την ζητάνε όλοι οι σκηνοθέτες ή δεν την επιδιώκουν. Και μας έβαλε σε μία αναζήτηση παραπάνω από το να εκτελέσουμε μία δουλειά.
Ι.Κ. Ηταν επίσης ένας καινούργιος τρόπος, μία καινούργια τελείως συνθήκη υποκριτικής και σκηνικής δράσης για μας. Δεν το είχαμε ξαναζήσει.
Γ.Ν. Μας έδωσε την ευκαιρία να έχουμε μία κινηματογραφική λογική με την έννοια του ρεαλισμού, της γλώσσας, που δεν το επιτυγχάνουμε αυτό ποτέ στο θέατρο. Ακόμα και αν παίξεις κάτι ρεαλιστικό ποτέ δεν θα είναι ουσιαστικά ρεαλιστικό. Για παράδειγμα, αν παίξεις Τσέχοφ, θα παίξεις ίσως με ρεαλιστικούς όρους. Αλλά δεν θα ακουμπούσε ποτέ ο Τσέχοφ ή ένα κλασικό κείμενο αυτό που κάναμε εμείς λόγω της γλώσσας και του κειμένου τα οποία μας άφησαν να μιλήσουμε με τα δικά μας λόγια, να αυτοσχεδιάζουμε. Οπότε ήταν όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό και για εμάς τους ηθοποιούς αλλά και για το κοινό.
Είστε και οι δύο νέοι και στην ηλικία και στο επάγγελµα. Ποιες δυσκολίες βιώνετε;
Γ.Ν. Εντάξει, αυτό που βιώνουν όλοι πάντα με την υποκριτική. Την έλλειψη σταθερότητας.
Ι.Κ. Το ότι κάθε 6 μήνες θα αναζητάς καινούργιο αφεντικό κατά κάποιον τρόπο. Δηλαδή αναζητάς καινούργια δουλειά και μόνος σου.
Γ.Ν. Καινούργιοι άνθρωποι, να ξαναμπείς σε έναν καινούργιο κόσμο. Μία άλλη δυσκολία που έχω εγώ είναι με τις επιλογές. Δηλαδή με το τι θα επιλέξω να κάνω γιατί μου αρέσουν όλα. Δεν έχω κατασταλάξει ακόμα στο αν έπρεπε να κάνω αυτό ή το άλλο ή αυτούς τους ρόλους ή τους παράλλους. Οπότε ακόμα λιγότερο προβληματίζομαι για το τι θα επιλέξω αλλά είμαι ταυτόχρονα και πάρα πολύ χαρούμενος που έχω την πολυτέλεια της επιλογής σε αυτή τη δουλειά. Που έχουμε δει προτάσεις για να κάνουμε διαφορετικά πράγματα.
Ι.Κ. Σε αυτό νομίζω ότι τα βραβεία μπορούν να βοηθήσουν, αν και μπορεί να μην το βλέπουμε τώρα. Να χτυπάει πιο συχνά το τηλέφωνο. Βέβαια νομίζω ότι καλώς ή κακώς θέλει κυνήγι. Αυτό το έχουμε βιώσει και οι δύο και είναι μία δυσκολία. Να αναζητάς μόνος σου, να είσαι συνέχεια σε εγρήγορση. Να βλέπεις τι γίνεται, τι παίζει, τι είναι ανοιχτό, ποιος, τι, πού, ακροάσεις, να παρακολουθείς, να κάνεις σεμινάρια, να είσαι μέσα ώστε ό,τι προκύψει να είσαι έτοιμος να το πιάσεις. Είναι αρκετά ψυχοφθόρο και γι’ αυτό εύκολο να κουραστείς ή να αγανακτήσεις. Θέλει τρομερή υπομονή.
Γ.Ν. Και αυτοπεποίθηση για να μην πεις ότι δεν έχω δουλειά, άρα δεν αξίζω. Είναι δύσκολο όλο αυτό το κομμάτι και από κει προέρχεται και η ανασφάλεια που είναι και πρακτική μέσα στη δουλειά και στην πρόβα στην παράσταση και του επαγγέλματος. Αλλά έχουμε ως αντίβαρο τη μεγάλη χαρά που μας δίνει το επάγγελμά μας.
Σε αυτή τη δουλειά ποια είναι τα στοιχεία που σας αρέσουν και σας κάνουν να μην τα παρατάτε;
Γ.Ν. Η συνεχόμενη εξέλιξη που υπάρχει και προσωπικά και γενικότερα στην τέχνη που εξελίσσεται. Οι άνθρωποι με τους οποίους έχεις επικοινωνία – ένα είδος επικοινωνίας που δεν το γνωρίζουν πολλοί στην ηλικία μας, με την έννοια ότι ένας λογιστής ή τραπεζικός δεν μπορεί να έρθει σε στενή επαφή όπως ερχόμαστε εμείς με ανθρώπους άλλης ηλικίας, άλλου κόσμου. Παράδειγμα, έχω παίξει με ανθρώπους που είναι 70 χρόνων και μιλάμε στον ενικό για πράγματα τα οποία δεν θα τα συζητούσαν με έναν άλλον 70άρη, εμένα αυτό μου έχει δώσει πάρα πολλά. Και μαθήματα πέρα από το καλλιτεχνικό και ζωής.
Ι.Κ. Πάρα πολλά πράγματα με χαροποιούν σχετικά με αυτή τη δουλειά. Κατ’ αρχάς το γεγονός ότι ασχολείσαι με κάτι που σου προκαλεί συναισθήματα. Εχεις την ευκαιρία να νιώσεις πολλά πράγματα είτε το θέλεις είτε όχι. Οπότε έρχεσαι σε επαφή με κόσμους και δικούς σου και των άλλων και είναι τέλειο, πανέμορφο. Ειδικά όταν αυτό το πράγμα συμβαίνει πραγματικά νιώθεις ότι δεν υπάρχει νόημα πουθενά αλλού. Πως εξαφανίζονται όλα και λες πως αυτό αρκεί. Δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο στη ζωή μας. Να επικοινωνούμε. Ολο αυτό μου δίνει δύναμη και χαρά να συνεχίσω και να γουστάρω πάρα πολύ αυτό το επάγγελμα. Πάνω σε αυτό που είπαμε για τις διαφορετικές ηλικίες, ξαφνικά όλες οι διαφορετικές ηλικίες σε αυτό το σημείο γίνονται μία ηλικία κοινή. Βλέπεις τον άνθρωπο που είναι 70 χρόνων να ανοίγει την ψυχούλα του και να γίνεται παιδάκι. Να το αποδέχεται και να το αναγνωρίζει και να το χαίρεσαι κι εσύ που το βλέπεις. Είναι μία τέλεια εμπειρία. Η επικοινωνία είναι το πιο σημαντικό πράγμα σε αυτή τη δουλειά.
Γ.Ν. Είναι αυτιστικό το επάγγελμα. Η τέχνη γενικότερα. Αν δεν έχεις τόσο μεγάλο πάθος δεν μπορείς να αντέξεις να σε χτυπάνε κάθε βράδυ στο κεφάλι ας πούμε με ένα περιοδικό, να σε ξεφτιλίζουν, να σε χαστουκίζουν. Κάτι βρίσκεις εκεί. Κάτι αποζητάς. Ολοι μας. Είμαστε μαζόχες. Είναι πιο ασφαλές το θέατρο από τη ζωή. Γιατί και στη ζωή έρχονται τα συναισθήματα αλλά εμένα το θέατρο μου αρέσει γιατί τα ζεις αυτά σαν να υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας στο να φτάσεις στις πιο ακραίες καταστάσεις. Πάντα όμως με έναν δείκτη του ξεκάθαρου ψέματος. Ενώ το άλλο είναι ένα ψέμα που είναι πιο μέσα στις άκρες ζωντανό. Το άλλο είναι δεδομένο το τι θα γίνει τι θα συμβεί και πάμε να το ζήσουμε με ασφάλεια.
Είναι όμως πάντα ψέμα πάνω στη σκηνή;
Γ.Ν. Είναι όσο ψέμα είναι και η ζωή. Με την έννοια ότι και η επικοινωνία στη ζωή είναι ελλιπής τις πιο πολλές φορές. Στη ζωή πάντως δεν μπορείς να κάνεις τέτοιου τύπου παιχνίδια, πειραματισμούς με την ψυχολογία σου, του αλλουνού. Ενώ στο θέατρο μπορείς να το κάνεις αυτό και είναι. Δηλαδή εσένα και για τους άλλους, για το θέατρο, για τη ζωή.
Ι.Κ. Είναι και τρομερή εκτόνωση. Οπως πάει ο άλλος στο γυμναστήριο, στον στίβο ή σε αθλήματα. Μετά έρχεται μία ισορροπία, μία ηρεμία που σου λείπει από την καθημερινή ζωή το να εκτονώνεσαι. Σαν να κάνεις προπόνηση κάπου. Είναι ουσιαστικά με όλο σου το είναι, με όλα τα μέσα, το έξω, το σώμα, τη φωνή.
Γ.Ν. Εγώ τη βλέπω σοβαρά τη δουλειά μας. Εννοώ σημαντική επειδή εμείς τη ματαιότητα που υπάρχει στην καθημερινή ζωή τη βλέπουμε πάνω στη σκηνή. Είναι το ίδιο πράγμα. Απλά στη σκηνή παίρνει μία αξία. Δηλαδή εκεί που θα περάσω και θα δω έναν άνθρωπο να κάνει κάτι και δεν θα του δώσω σημασία, δεν με ενδιαφέρει καθόλου και θα τον προσπεράσω, το ίδιο πράγμα θα δω πάνω στη σκηνή και θα κάτσω να το κοιτάξω. Για αυτό είναι σημαντική η δουλειά μας: τα πράγματα που ούτε θα τα έβλεπες ποτέ θα τα δεις εκεί. Ανθρώπους να εκτίθενται, πώς είναι όταν κλαίνε, πώς είναι όταν γελάνε. Αν υπήρχε ένα μουσείο ανθρώπινων συναισθημάτων ίσως να μην είχαμε ανάγκη το θέατρο.