Από την αρχαιότητα, αλλά κυρίως μετά την εποχή των σοφιστών, εμφανίστηκαν οι σχολές, δηλαδή οι διακριτές μέθοδοι και οι διαφοροποιημένες προσεγγίσεις μιας ενότητας ιδεών, σκοπών και μέσων μιας ορισμένης «πειθαρχίας» (ντισιπλίνα, πειθαρχία, ήταν η κυριαρχούσα για χρόνια μέθοδος μελέτης μιας επιστημονικής εξέτασης πραγμάτων).
Εκτοτε, για αιώνες η οργανωμένη σπουδή μιας συγγενούς ομάδας εννοιών, φαινομένων, μεθόδων αποτελούσε σχολή, με διαφορετική για κάθε σχολή φιλοσοφία, ακόμη και ηθική. Ηταν σοφή μάλιστα η δημόσια αντιπαράθεση, η πολεμική ανάμεσα στους εκπροσώπους αυτών των συγκροτημένων σε ενιαία μέθοδο και ανάλυση σχολών.
Ο Αριστοτέλης, μετά τη μαθητεία του στην Ακαδημία του Πλάτωνα, όχι μόνο διαφώνησε με τον Δάσκαλο, αλλά έγινε ιδρυτής μιας τελείως διαφορετικής προσέγγισης και των φυσικών και των πνευματικών προβλημάτων. Οι θυγατρικές σχολές των δύο κορυφαίων δασκάλων ξεπήδησαν και στην Αθήνα και στη Δύση και στην Ανατολή, δεκάδες επιμέρους σχολές αναφοράς αλλά και διαφοροποίησης από τις θεμελιώδεις ή δευτερεύουσες ιδέες των μητέρων σχολών. Οι στωικοί, οι ηδονιστές, οι πυθαγόρειοι, οι Ελεάτες, οι υλιστές και πάει λέγοντας.
Μετά τη διασπορά της ελληνικής σκέψης από την αλεξανδρινή επέκταση, η Μεσόγειος αλλά και τα λιμάνια ώς τη σημερινή Μασσαλία έγιναν έδρες φιλοσοφικών και επιστημονικών ομάδων με ξεχωριστές μεθόδους, σκοπούς και πολιτισμικό στίγμα.
Υπόγεια οι σχολές λειτούργησαν και κατά τους αιώνες του δογματικού χριστιανικού μονοπωλίου και ξαναήρθαν στην επιφάνεια, κατ’ αρχάς με τα πρώτα στην Ευρώπη πανεπιστήμια ή ως ανοίγματα και στη Ρώμη και στην Πόλη της θρησκείας, προς μια εκλογίκευση των γνώσεων ή και κριτική του παρελθόντος.
Ο Αριστοτέλης μετά τους σκοτεινούς χρόνους των βαρβαρικών εγκαταστάσεων ήρθε στη Δύση μέσω των πρώτων που τον μετέφρασαν στα αραβικά σοφών, μετά τη διείσδυση των Αράβων στην Ισπανία. Ο Πλάτων έφτασε στην Ευρώπη από την Ανατολή πρώτα μετά την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους και ως πλημμυρίδα σοφών μετά την άλωση από τους Τούρκους.
Οι δύο μεγάλες σχολές με τις παραλλαγές τους δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να εισέλθει η Ευρώπη στην πρώιμη και μεγάλη Αναγέννηση. Συνέτεινε βέβαια και στη διάδοση των ιδεών του γόνιμου παρελθόντος και η εφεύρεση της τυπογραφίας, που έκανε προσιτή τη γνώση από ευρύτερες ομάδες ανθρώπων που διψούσαν για παιδεία.
Με τον Διαφωτισμό η γνώση, ευρέος φάσματος, πήρε την εγκυκλοπαιδική της μεθόδευση και αποτέλεσε ύλη εξειδίκευσης και επαγγελματικής εκμετάλλευσης. Για πάνω από τρεις αιώνες ένας νέος που ήθελε να σπουδάσει επέλεγε πανεπιστήμια που είχαν προτείνει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα με ιδεολογικό ευκρινές όραμα, με διαφοροποιημένη μέθοδο και διακριτό ορίζοντα επαγγελματικής προοπτικής.
Οι νέες επιστήμες που εμφανίστηκαν πριν από δύο αιώνες, Ψυχολογία, Οικονομία, Κοινωνιολογία, Ψυχιατρική, Νέα Μαθηματικά, Βιολογία, Εγκληματολογία, Γλωσσολογία, Δασοπονία, Λαογραφία, Κοινωνική Ανθρωπολογία κ.τ.λ., είχαν πεδίο αναφοράς συγκεκριμένα πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα, ινστιτούτα που με τον καιρό υποκατέστησαν τις παλιές σχολές της ελληνιστικής εποχής και της Αναγέννησης.
Ας μείνω σε κάτι που είναι στα χωράφια μου. Το θέατρο έγινε ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα αντικείμενο θεωρητικής και μεθοδικά διακριτής έρευνας. Ηταν η εποχή που εμφανίστηκε το νέο επάγγελμα – λειτούργημα του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης έφερε στο θέατρο τις αισθητικές, πολιτικές και ιδεολογικές του απόψεις. Εξάλλου είχαν ήδη ανθήσει και στις άλλες τέχνες (χορός, αρχιτεκτονική, μουσική, ποίηση, εικαστικά) νέοι τρόποι έκφρασης, μόδες (μόδα σημαίνει τρόπος), σχολές. Οι νέοι τρόποι έκφρασης δεν εξαντλούνταν μόνο σε μορφολογικά στοιχεία. Είχαν και ιδεολογικά, και ηθικά, και κοινωνικά, ακόμα και οικονομικά αιτήματα. Π.χ. η δυνατότητα ενός ζωγράφου να δημιουργήσει με τη χαρακτική πολλαπλά αντίτυπα ενός έργου έκανε τη δημιουργία του προσιτή σε οικονομικά χαμηλότερα εισοδήματα. Οταν πρωτοπαίχτηκε η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, την άκουσαν όσοι προσήλθαν στην αίθουσα συναυλιών, αργότερα όσοι αγόραζαν δίσκο, σήμερα εκατομμύρια που μπορούν να την «κατεβάσουν» με το Διαδίκτυο.
Ο νατουραλισμός, εκτός από αισθητικό δόγμα, ήταν και ένα ιδεολόγημα που συμπορεύτηκε και με τη σύγχρονη Εγκληματολογία και την Κοινωνιολογία αλλά και τη Βιολογία.
Χωρίς την «Ερμηνευτική των ονείρων» του Φρόιντ δεν θα είχε εμφανιστεί ο υπερρεαλισμός, όπως και χωρίς τα έργα του Μαρξ.
Η ατονική μουσική δεν θα είχε εμφανιστεί χωρίς τη Χιροσίμα.
Από την κλασική θεμελιώδη διαίρεση σε τρόπους έκφρασης κλασικισμού και ρομαντισμού στο τέλος του 19ου αιώνα έφτασε σε δεκάδες (και ώς τις μέρες μας) επιμέρους σχολές (νατουραλισμός, ρεαλισμός, συμβολισμός, εξπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμός, υπερρεαλισμός, παράλογο, νεορεαλισμός, αφαίρεση κ.τ.λ.).
Αυτή η πολυδιάσπαση, είναι αυτονόητο, οδήγησε και στις αντίστοιχες μεθοδικές και στοχευμένες σπουδές. Πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, ινστιτούτα είχαν ταυτότητα και βάσει της ταυτότητάς τους επέλεγαν και το διδακτικό τους προσωπικό. Αρα ένα φανατικό για γράμματα ή τέχνες παιδί επέλεγε το ίδρυμα και τους δασκάλους που ικανοποιούσαν τη δίψα του.
Ας μείνω στα δικά μας. Είναι σοφό και έντιμο συνάμα πως ο εισαγόμενος στη Σχολή Καλών Τεχνών έχει τη δυνατότητα να διαλέξει τον δάσκαλο που εκφράζει τις ανάγκες του. Η Σχολή τού παρέχει μαθήματα βάσης (π.χ. Ιστορία της Τέχνης, βασικές τεχνικές) αλλά κάθε δάσκαλος, έχοντας την καλλιτεχνική του ταυτότητα, προσελκύει σπουδαστές που θέλουν να μαθητεύσουν σ’ αυτόν.
Με αυτό το επιτυχημένο κριτήριο είχα διαφωνήσει με την πάλαι ποτέ προσπάθεια να δημιουργηθεί Ακαδημία Θεάτρου. Μόνο αν κάθε σπουδαστής διδασκόταν μαζί με άλλους ιστορία θεάτρου (σκηνοθεσία, δραματολογία, ιστορία τέχνης και θεατρικών εφαρμογών στο κοστούμι, στα σκηνικά, ορθοφωνία, μουσική, χορός κ.τ.λ.) και στον δάσκαλο της επιλογής του μαθήτευε στην υποκριτική. Αν ζούσαν σήμερα, ο σπουδαστής θα μπορούσε να επιλέξει τον Ροντήρη, τον Κουν, την Κατσέλη, τον Καραντινό, τους δασκάλους που δημιούργησαν γενιές σημαντικών ηθοποιών μας.
Σήμερα ένας φιλομαθής υποψήφιος ηθοποιός δεν μπορεί να διδαχθεί αρχαίο δράμα στη μεγάλη όντως σχολή Actor’s Studios (όπου βέβαια θα μάθει σε βάθος το νατουραλιστικό και το ρεαλιστικό διαχρονικό θεατρο). Ούτε στις διάδοχες του Στανισλάβσκι σχολές της Ρωσίας θα μάθει ποιητικό θέατρο. Αντίθετα, στις αγγλικές σχολές και στις γαλλικές θα διδαχθεί και Σαίξπηρ και Ρακίνα.
Στη Γερμανία η παράδοση επιτρέπει σε πολλές σχολές τη διδασκαλία του αρχαίου δράματος. Η παράδοση του Ράινχαρτ (μαθήτευσαν εκεί ο Ροντήρης, η Κατερίνα, ο Καραντινός, ο Μυράτ, ο Λευτέρης Βογιατζής), που δοξάστηκε με την «Ορέστεια» του 1900 σε τσίρκο (!) στο Βερολίνο, είχε ως στόχο τη σύγχρονη ερμηνεία του αρχαίου δράματος από έναν σπουδαστή.
Παλιότερα στον νόμο για τη θεατρική εκπαίδευση κάθε υποψήφιος σπουδαστής όφειλε στις πτυχιακές του εξετάσεις υποχρεωτικά να παρουσιάσει μονόλογο αλλά και σκηνή από αρχαίο δράμα. Σήμερα αυτή η υποχρέωση είχε απαλειφθεί, διότι σου λέει το σύστημα, για τηλεοπτικές παραγωγές προορίζονται οι περισσότεροι, τι να τους ταλανίζουμε τώρα με Αισχύλους και Μενάνδρους!
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως πολλοί δάσκαλοι δεν επιλέγουν να μυήσουν τους σπουδαστές τους στο αρχαίο δράμα. Ενας μεγάλος δάσκαλος έλεγε πως αν ο σπουδαστής κατορθώσει να πιάσει μια μόνο στιγμή αλήθειας παίζοντας Οιδίποδα ή Μήδεια, τότε μπορεί να παίξει άνετα Πίντερ και Ψαθά.
Από την άλλη, έστω κι αν θριαμβεύσεις στην Επίδαυρο, δεν σημαίνει πως μπορείς άνετα ή ανεκτά να παίξεις σε σίριαλ καθημερινότητας με το θέμα. Στην Επίδαυρο δεν υπάρχει γκρο πλαν, δεν έχει καν πρόσωπο να παίξεις με τις εκφράσεις. Ποιος θα το δει στην πεντηκοστή κερκίδα; Αν όμως κουβαλήσεις την τεχνική της τηλεόρασης στην Επίδαυρο (πράγμα που γίνεται συχνά), σε καταπίνει το κοίλον!
Οπως λοιπόν τα πάντα σήμερα έφτασαν στην ειδίκευση, και το θέατρο ζητάει κάτι ανάλογο και είναι, βέβαια, ευκταίο να ασκηθεί ένας ηθοποιός να παίζει αρχαίο δράμα σε αρχαίο αμφιθέατρο και παράλληλα σίριαλ ή σινεμά με την τεχνική του μέσου αυτού με επιτυχία.
Ο Μάρλον Μπράντο δεν έπαιξε ποτέ τραγωδία, ο Ντάστιν Χόφμαν απέτυχε στον Σαίξπηρ, αντίθετα η Παξινού μετά την Κλυταιμνήστρα πήρε το Οσκαρ για την ισπανίδα επαναστάτρια Πιλάρ και η μεγάλη Ηλέκτρα της Παπαθανασίου έπαιξε έξοχα Λούλα Αναγνωστάκη.