Ενας σπαραγμός. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Χωρίς κανένα ίχνος μελοδραματισμού. Με ευθείες αναφορές στο αρχαίο δράμα και στην προφορική παράδοση του τόπου μας. Μια νουβέλα τόση δα, με ειδικό βάρος μεγαλύτερο. Υλικό που θα μπορούσε κάλλιστα να διευρυνθεί και να μετατραπεί σε μυθιστόρημα. Σε αυτή τη μορφή παραπέμπει σε μυστηριακό απολυτίκιο τελετουργίας υπό εξαφάνιση. Παράλληλα είναι μια ιστορία τόσο γήινη και συνάμα αέρινη, που λόγω του ικανού σχεδιασμού της δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες.
Τα τελευταία χρόνια έχουν ενσκήψει πλείστες όσες συγγραφικές προσεγγίσεις από νέους λογοτέχνες που εντείνουν τις προσπάθειές τους για μια γνήσια καταγραφή της ελληνικής υπαίθρου και των δοξασιών της. Ιστορίες εντοπιότητας, με διαχρονικούς ορίζοντες, άλλοτε κοντά στα πολιτικά πάθη και άλλοτε εγγύτερα στην κοινωνική διάρθρωση των τοπικών κοινοτήτων. Μια προσπάθεια επανατροφοδότησης των γλωσσικών και νοηματικών προτύπων που υποτίθεται ότι βάλλονται στα χρόνια της κρίσης. Ετσι είχαμε την αναβίωση της ντοπιολαλιάς, όπως και τη δανειοληψία χαρακτήρων-αρχετύπων της επαρχίας, έτσι ώστε να προχωρήσει η ηθογραφική απεικόνιση, σε περιβάλλον μετα-αφήγησης.
Τα αποτελέσματα είχαν άλλοτε ενδιαφέρον και άλλοτε κινούνταν σε προβληματικά πεδία, ιδίως όταν τα δάνεια της υπαίθρου δεν αφομοιώνονταν οργανικά από τους υποδοχείς. Η περίπτωση του Νικήτα Μ. Παπακώστα διαφέρει. Πρώτον, χρησιμοποεί σύγχρονη γλώσσα φέρνοντας την αδρότητα των χαρακτήρων στο σήμερα και δεύτερον δεν φλυαρεί αγκαλιά με τη νοσταλγία για να πείσει περί της πιστοποιημένης προέλευσης του κειμένου του.
 
Οι χαρακτήρες
Η ιστορία λαμβάνει μέρος σ’ έναν απομονωμένο, σκληρό τόπο, που ομοιάζει στον γεωφυσικό χάρτη της Ηπείρου ή της ορεινής Αρκαδίας. Πρωταγωνιστές η Μαριώ και ο Φώτης. Ενα καταραμένο στην κυριολεξία ζευγάρι. Η Μαριώ η αλαφροΐσκιωτη σκοτώνει τα παιδιά της στη γέννα. Ο φόνος είναι το πρόσφορο στον θάνατο. Για εκείνη, αυτός είναι το πρόσωπο του Θεού. Ο Φώτης ήταν ένα παιδάκι για όλα τα θελήματα, που από μικρό τον έχει βάλει στο μάτι το «πνεύμα του κάμπου». Κάποτε μια θεριστική μηχανή τού τσάκισε το χέρι. Για να ξορκίσει τους δαίμονες, γίνεται παπάς και παντρεύεται τη Μαριώ. Τη θέση της ανθισμένης αμπέλου παίρνει η σκοτεινιά της απαράμιλλης τρέλας. Ή μάλλον της αμετακίνητης πίστης που ο καθένας τους έχει βάλει ως πλαίσιο και υπηρετεί μέχρι τέλους. Οι χωριανοί αναμένουν το θαύμα. Τον αφανισμό της κατάρας. Την επουράνια έφοδο. Το Κακό και το Καλό δεν υφίστανται με τις αρχετυπικές τους έννοιες. Το ένα ντύνει το άλλο και μαζί γδύνουν τις συνειδήσεις.
Το αλλόκοτο ζευγάρι βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Ο άνδρας θέλει με το ζόρι να τεκνοποιήσει. Να συναντήσει τη θεία φώτιση επί της γης. Η γυναίκα δεν μπορεί να αντέξει συνειδησιακά τις δολοφονίες. Εκούσια θέλει να δώσει ένα τέλος. Μα πώς θα γίνει αυτό όταν το αίμα την έχει αγγίξει από μικρή; Το σώμα της θα είναι αυτό τη φορά το σφάγιο. Ετσι οι ουρανοί θα ανοίξουν και ίσως δεχτούν το «θαύμα» μιας ανίερης μεταμόρφωσης. Ο συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1977 στον Δάρα Αρκαδίας και ζει στο Λονδίνο από το πρώτο του κιόλας βιβλίο δείχνει πως μπορεί να βουτήξει στα βαθιά και να επιπλεύσει.
Νικήτας Μ. Παπακώστας

«Καληνύχτα καλούδια μου»

Εκδ. Δώμα, σελ. 72

Τιμή: 8,50 ευρώ