O αείμνηστος Γ.Π. Σαββίδης είχε δημοσιεύσει στο «Βήμα της Κυριακής» το 1988 μια επιφυλλίδα με τον τίτλο «Το βιβλίο της χρονιάς». Ο εύγλωττος τίτλος αφορούσε το σπουδαίο βιβλίο Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού (1988) του διεθνώς γνωστού κλασικού φιλολόγου (καθηγητή, μεταξύ άλλων, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης) Γρηγόρη Σηφάκη. Συνέχεια, συμπλήρωση και διεύρυνση τρόπον τινά της εργασίας εκείνης για το δημοτικό τραγούδι αποτελεί το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του Σηφάκη για τα Ζητήματα ποιητικής.
Το βιβλίο απαρτίζεται από έντεκα συγγενικά κείμενα (ορισμένα ήδη δημοσιευμένα, άλλα αδημοσίευτα) τα οποία περιστρέφονται, θα μπορούσε να πει κανείς, γύρω από έναν κοινό άξονα: λογοτυπικό ύφος – προφορικότητα – παραδοσιακός πολιτισμός. Δεν θα περιγράψω το επιμέρους θέμα κάθε κεφαλαίου, παρά θα σταθώ σε ορισμένες βασικές και συνάμα γόνιμες για την έρευνα απόψεις που διατυπώνει ο Σηφάκης.
1. Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί κατά τον συγγραφέα σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των μελών μιας κοινότητας μέσω του στίχου αλλά και της μουσικής, με δυο λόγια αποτελεί σημειωτικό σύστημα. (Η συχνά αποσπασματική μορφή του δεν πρέπει να παραπλανά: εκείνοι που τα ακούν τα ξέρουν καλά και ανακαλούν στη μνήμη τους παραλλαγές ή στίχους που παραλείπονται.) Η εξέταση των ριζίτικων τραγουδιών της Δυτικής Κρήτης προσφέρει ένα πειστικό παράδειγμα για τη γενική αυτή θέση. (Πολύ ενδιαφέρουσα βρίσκω παρεμπιπτόντως τη συζήτηση γύρω από το ερώτημα σε τι ακριβώς συνίσταται η ιδιαιτερότητα των ριζίτικων τραγουδιών, τα οποία με βάση το περιεχόμενό τους δεν μπορούν να διακριθούν από τα άλλα δημοτικά τραγούδια. Ο Σηφάκης θεωρεί – πολύ πειστικά – ότι η ειδοποιός διαφορά οφείλεται στις μελωδίες τους – αργές, ελεύθερου ρυθμού, χωρίς συνοδεία οργάνου – και στις περιστάσεις στις οποίες τραγουδιούνται. Ισως στα στοιχεία αυτά θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και τον ιδιαίτερο τρόπο εκτέλεσης.)
2. Κατά τον Σηφάκη οι φόρμουλες και το λογοτυπικό ύφος αποτελούν χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ποίησης, είτε παράγονται με τη βοήθεια της γραφής είτε με άλλο σύστημα συμβολικών σημείων. Η έννοια, λοιπόν, του «παραδοσιακού», που είναι ευρύτερη του προφορικού, αποτελεί – μέσω της μελέτης της παραδοσιακής τεχνοτροπίας – κλειδί για την κατανόηση μορφών ποίησης που απέχουν χρονικά. Ετσι, χρησιμοποιώντας τα συμπεράσματα από τη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών, ο συγγραφέας συμβάλλει ουσιαστικά στη μελέτη του Ομήρου, εισηγούμενος παράλληλα με τους «λογότυπους» την έννοια των «αλλομόρφων» (διαφορετικών εκφράσεων που είναι όμως νοηματικά και μετρικά ισοδύναμες) και των «ποιητικών συνωνύμων», που αποτελούν συστατικά του παραδοσιακού λογοτυπικού (με την ευρύτερη έννοια) ύφους. Την ευρύτερη αντίληψη που υπόκειται είχε διατυπώσει ο Σηφάκης από το 1973 σε ένα προγραμματικό του δοκίμιο για τον «παραδοσιακό χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και τέχνης»: ο παραδοσιακός καλλιτέχνης, καθώς ασπάζεται πλήρως την κοσμοαντίληψη και τις αξίες της κοινότητας, δεν εμφορείται από την ιδέα της πρωτοτυπίας και του προσωπικού ύφους αλλά της «δημιουργικότητας», την οποία αντιλαμβάνεται κυρίως ως επεξεργασία και παράλλαξη υλικών και μορφών που ήδη υπάρχουν.
3. Λογοτυπικό ύφος παρουσιάζουν, ως γνωστόν, και τα κείμενα της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας (ο Διγενής Ακρίτας, οι ερωτικές ιπποτικές μυθιστορίες κ.λπ.). Σε σχέση με το ζήτημα αυτό και, κυρίως, την εξήγηση των διαφορών που παρουσιάζει το κείμενο των διάφορων χειρογράφων, ο συγγραφέας επισημαίνει και πάλι τη σημασία που έχει να κατανοήσουμε τη λειτουργία της παραδοσιακής (όχι στενά της προφορικής) ποίησης και της «ποιητικής γλώσσας». Με βάση την ίδια αντίληψη ασπάζεται πλέον την άποψη για ένα γραπτό αρχικά κείμενο του έπους του Διγενή, ενώ παράλληλα εισηγείται για τη μελέτη του λογοτυπικού ύφους την έννοια της «παραλλαγής» και της «γενικευτικής περίληψης» (αυτή η τελευταία για τη βαθύτερη δομή των κειμένων).
4. Ως προς το άλυτο μέχρι στιγμής ζήτημα της γέννησης του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, ο Σηφάκης υποστηρίζει – αρκετά πειστικά, νομίζω – την καταγωγή από τον (λαϊκότροπο) ιαμβικό τετράμετρο της αρχαιότητας, όταν τονικός και προσωδιακός ρυθμός άρχισαν να συμπίπτουν.
5. Αναφορικά προς το πρόβλημα της έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών, που απαντούν βέβαια σε πολλές παραλλαγές, ο Σηφάκης τάσσεται υπέρ της έκδοσης ενός «θησαυρού του νεοελληνικού δημοτικού τραγουδιού» και προτείνει για το σκοπό αυτόν όχι πια τη «συνοπτική» (δηλαδή παράλληλη) έκδοση των παραλλαγών (χρήσιμη για λαογραφικούς σκοπούς, όχι όμως για τη φιλολογία, στην οποία είναι απαραίτητο ένα σταθερό κείμενο), αλλά την παλαιότερη ανακτήσιμη μορφή τραγουδιού σε μια γεωγραφική περιοχή. Χρησιμοποιεί ως παράδειγμα το γνωστό τραγούδι «Πότε θα κάμει ξαστεριά», το οποίο από «κυνηγετικό», σχετιζόμενο μάλλον με τη βεντέτα, μετεξελίχθηκε σταδιακά σε πολεμικό και έφτασε την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών να γίνει δημεγερτήριο αντιστασιακό σάλπισμα. Επειδή πρόκειται για πολύ γνωστό άσμα, παραθέτω εδώ την αρχική παραλλαγή σύμφωνα με τον Σηφάκη:
Πότε να κάμει ξεστεριά, πότε να φλεβαρίσει,
να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό [: κυνηγετικό σύνεργο] μου, και ν’ ανεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω,
να στέσω το καλύβι μου στον καθαρόν αέρα,
και πότε λίγο χαμηλά να κάνω μια σπεράδα [: βραδινή διασκέδαση],
να βρω δικούς κι αδερφοχτούς ψωμί, κρασί, να φέρουν·
κι α λάχει οχθρός, να παίζομε σημάδι με σημάδι,
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
κι ας κάμω και την αγαπώ τα μαύρα να φορέσει.
Τα παραπάνω αποτελούν μόνο μερικές μόνο από τις σημαντικές απόψεις που διατυπώνονται στο βιβλίο. Πλούσια συγκομιδή, στην οποία – όπως σε όλες τις παρόμοιες εργασίες του Σηφάκη – συνδυάζεται η στέρεη κλασική παιδεία με τη σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας και τη βαθιά γνώση του παραδοσιακού πολιτισμού. Sine dubio ένα εξαιρετικό βιβλίο!
Ο Σταύρος Τσιτσιρίδης είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και του Αρχαίου Θεάτρου, πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών
Ζητήματα ποιητικής, φιλολογίας και λαογραφίας
Εκδ. Κίχλη, 2016, σελ. 296
Τιμή: 16 ευρώ