Το είχα διαβάσει σε μία συνέντευξη της Μελίνας Μερκούρη στον Νίκο Μπακουνάκη. Γύρω στο τέλος της δεκαετίας του 1980 θα ήταν. Ο δημοσιογράφος την είχε ρωτήσει αν, πώς, πότε είχε κάνει χρήση της εξουσίας που είχε ως υπουργός. Και θυμάμαι ότι η Μελίνα είχε αναφερθεί σε μια διαδρομή της προς το θέατρο της Επιδαύρου. Η δουλειά στο υπουργείο την είχε καθυστερήσει, προλάβαινε – δεν προλάβαινε, γι’ αυτό δύο μοτοσικλετιστές της Αστυνομίας προπορεύονταν ώστε να ανοίγουν τον δρόμο. «Και κάπως έτσι, μεταξύ φθοράς και εξουσίας, έφτασα έγκαιρα στον προορισμό μου» κατέληγε. Υπήρχε μία έντονη δόση αυτοκριτικής στην απάντησή της. Και αυτοσαρκασμού. Κυρίως όμως ένας τόνος μελαγχολίας για το αδιέξοδο της αναπόφευκτης ζεύξης της φθοράς με την εξουσία. Αυτή τη διάσταση, εντελώς κόντρα στον μύθο περί αφροδισιακού συντελεστή, την είχε επισημάνει και ο Αντώνης Τρίτσης σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. Είχε πει ότι η μόνη εξουσία που μπορεί να λειτουργήσει αφροδισιακά είναι η εξουσία του εαυτού σου. Η οποία όμως δεν μπορεί να «συγκατοικήσει» με καμία άλλη εκδοχή της. Ούτε την πολιτική ούτε την καλλιτεχνική ούτε την οικονομική ή την κοινωνική.
Συνειρμικά στρογγυλοκάθισαν στο μυαλό μου αυτές οι αναφορές στην εξουσία από δύο προσωπικότητες που φαίνεται να την είχαν χορτάσει (ή να την είχαν απομυθοποιήσει) όταν πληροφορήθηκα την τοποθέτηση της Λυδίας Κονιόρδου επικεφαλής του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Υστερα από θητεία δύο ετών στο υπουργείο Πολιτισμού που δεν κρίνεται και ως ιδιαίτερα επιτυχημένη. Ακόμη και οι καλοπροαίρετοι έλεγαν ότι «η Λυδία είναι καλλιτέχνις, είναι ονειροπόλα, δεν κάνει γι’ αυτά». Τα γεγονότα όμως φωτίζουν και μία άλλη εκδοχή. Διότι αποδεικνύουν ότι, ανεξαρτήτως του αν κάνει, θέλει διακαώς «αυτά». Της πάει – δεν της πάει ο ρόλος.
Στην ηλικία μου έχω μάθει να μην εκπλήσσομαι. Διατηρώ όμως το δικαίωμα στην απορία. Πώς μία ηθοποιός που έχει κατακτήσει με αδιάβλητο τρόπο την εξουσία στην τέχνη της, την απεμπολεί για να γίνει το κομματάκι ενός παζλ μικροπολιτικής, σεναρίων διαπλοκής, πολιτικών συμφερόντων και ενδοκομματικών συγκρούσεων; Τι είναι αυτό που την έκανε να σπεύσει, με κίνδυνο να μπουρδουκλωθεί – μεταφορικά βεβαίως – στις πασμίνες της, να θρονιαστεί σε μία θέση που χήρευε ενάμιση χρόνο; Αλλαξε κάτι από τότε που την εγκατέλειψε πάνω στο εικοσαήμερο ο συνάδελφός της Γιώργος Κιμούλης; Και το ότι από τότε μέχρι τώρα δεν καλύφθηκε δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει. Ή ότι δεν ήταν απαραίτητη η επάνδρωσή της ή ότι δεν δέχθηκε κανείς να την αναλάβει. Κανένα από τα δύο δεν τιμά την κυρία Κονιόρδου. Πολύ περισσότερο άλλες εκδοχές που παραπέμπουν σε άλλα σενάρια. Σκοτεινούτσικα…
Η πρώην υπουργός έχασε δυστυχώς το στοίχημα της υπουργικής παρένθεσης. Αν και θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στον πολιτισμό μέσα από τη δουλειά της, ενέδωσε σε έναν παραγοντισμό βιτρίνας. Ας πρόσεχε. Διότι τα δημόσια πρόσωπα δεν κρίνονται μόνο από τις επιδόσεις τους αλλά και από τις επιλογές τους.