Από την Μελίνα μέχρι την Ελένη Ανουσάκη, έχω μια αδυναμία στις ηθοποιούς – πολιτικούς. Το ίδιο και στην Λυδία Κονιόρδου κι ας μην έχει εκτεθεί μέχρι στιγμής στην ψήφο του ελληνικού λαού. Δεν πειράζει. Παραβλέπω το γεγονός ότι εγκαινίασε τη δεύτερή της άνοιξη ως εκλεκτή του «κλίματος» Τσίπρα γιατί εγώ την έχω εκλέξει προ πολλού και από αλλού. Από τους άβολους πάγκους του Θεάτρου Τέχνης, από τις κοφτερές κερκίδες αρχαίων θεάτρων και από τα μαλακά βελούδα του Εθνικού. Οπου και να καθόμουν, μπαμπάκι μου φαινόταν. Κι από ρόλους, δεν είμαι εγώ που θα διαλέξω. Γιατί των ρόλων προηγείται το υλικό του κάθε ηθοποιού. Αυτό που είδε ο Γιώργος Λαζάνης και της έδωσε το 1980 το ρόλο της θείας στον «Λευκό γάμο» του Ταντέους Ρουζέβιτς και πριν από τον Λαζάνη ο Μαργαρίτης στο «1821, η επανάσταση, ο Καραγκιόζης και τα ημίψηλα» με τον πρωτοεμφανιζόμενο Γιώργο Κιμούλη. Ετος 1977, νεκροζώντανοι στο γήπεδο του Πανιωνίου, σκηνές ροκ στο ξερό, σκόνη, τελευταίες σφυριές στο σκηνικό, τσιγάρα στην τσιμεντένια κερκίδα, απόπειρα εναντίον μου με άγουρο εθνολαϊκισμό, δεν ήμουν εκεί, χτυπούν τον αέρα. Τους συγχωρώ.

 Μικρή εκείνη, μικρός τότε κι ο Κιμούλης, τι σύμπτωση, τόσα χρόνια αργότερα, να πάει να καθίσει στην καρέκλα που άφησε εκείνος άδεια; Μια καρέκλα μάλλον διακοσμητική, ένα πουφ πες καλύτερα, αφού και κρύα που είχε μείνει τόσον καιρό, διόλου δεν εμπόδισε το Ιδρυμα «Νιάρχος» να πάρει σβάρνα κάθε τι που περνιόταν για πολιτιστικό hot spot στην έρμη τούτη πόλη.

Μερικοί την προτιμούν Ηλέκτρα του Τσιάνου αλλά εγώ είχα πάψει να ενδιαφέρομαι. Γιατί νόμιζα ότι η λαμπρή ιστορία είχε ήδη αρχίσει να γράφεται. Λάθος μου. Λάθος μου να μην υπολογίσω την τελευταία υπόκλιση. Ολος ο κυβερνητικός θίασος επί σκηνής να φυγομαχεί και να ψεύδεται, το βράδυ που η φρυκτωρία έκαιγε ακόμα στο Μάτι, αναγγέλλοντας ότι η ύβρις η παλιά γένναγε νέαν ύβριν. Και η υπουργός – τραγωδός, με το βλέμμα αδειανό, να επικροτεί με τα σωστά της, το αδιανόητο. Αβυσσος η ψυχή, πίσσα σκοτάδι.