Μα δεν το βλέπετε; Δεν βλέπετε πόσο πολύτιμη είναι η μετατόπιση προς το ευρωπαϊκό mainstream ενός πρώην αντισυστημικού ριζοσπάστη, τώρα που η Ευρώπη κινδυνεύει να πνιγεί σε μια πλημμύρα ριζοσπαστικού, αντισυστημικού, ξενοφοβικού λόγου; Δεν βλέπετε πόσο σημαντική είναι η στρατολόγηση κάποιου που, πριν από τέσσερα χρόνια, άναβε στην Ευρώπη τον πυρσό της εξέγερσης και τώρα καμαρώνει που εφάρμοσε το πιο δύσκολο από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, στέκει στο πλευρό της Μέρκελ για το Προσφυγικό, τολμά να λύσει το «Μακεδονικό»; Και δεν βλέπετε πόσο σημαντικό είναι για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που συρρικνώνεται, το γεγονός ότι εκείνος που το 2014 είχε επιλεγεί ως αρχηγός των αντιπάλων της, χαμογελά τώρα, εξημερωμένος, στις οικογενειακές φωτογραφίες των ηγετών της;
Πώς θα ήταν δυνατόν, σε μια συγκυρία τόσο δύσκολη, να μην αξιοποιήσουμε ένα τέτοιο «θαύμα στον δρόμο για τη Δαμασκό»; Να μην ενθαρρύνουμε και να μην υποστηρίξουμε έναν τόσο διάσημο νεοπροσήλυτο;
Οποιος συζητά με εκπροσώπους της πολιορκημένης Ευρώπης, με εκπροσώπους ιδίως της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, παρόμοια επιχειρήματα ακούει. Και την ίδια απορία και πίεση δέχεται: Πώς γίνεται προοδευτικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ελλάδα να μη συμμερίζονται τα αισθήματά μας για τον Αλέξη; Να μη βρίσκουν έναν τρόπο να σταθούν στο πλευρό του;
Καταλαβαίνουν, βέβαια, ότι η πολιτική είναι υπόθεση τοπική – all politics is local, σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Τιπ Ο’ Νιλ. Καταλαβαίνουν πως τα ανθρώπινα αισθήματα δεν εξατμίζονται στην πολιτική και πως οι υβρισθέντες και προπηλακισθέντες δεν συγχωρούν τόσο εύκολα τον διώκτη τους, ιδίως όταν αυτός αρνείται να ζητήσει συγγνώμη. Καταλαβαίνουν, ασφαλώς, πως μια τόσο βίαιη μετατόπιση όπως του Τσίπρα, ακόμη κι αν είναι μετατόπιση από το λάθος στο σωστό, πρέπει, για την υγεία της Δημοκρατίας, να καθαρθεί διά της εκλογικής ήττας. Η οποία, άλλωστε, θα μας επιτρέψει να δοκιμάσουμε τη στερεότητα της κατήχησής του στο ευρω-ευαγγέλιο, απέναντι στις δοκιμασίες, τους πειρασμούς και τις ευκολίες της αντιπολίτευσης. Καταλαβαίνουν, προπάντων, έστω κι αν αδιαφορούν, πόσο διαφορετικό μοιάζει το project Τσίπρας, αν το βλέπεις από μακριά και ψηλά ή από κοντά και χαμηλά.
Από μακριά, από το Βερολίνο, το Παρίσι ή τις Βρυξέλλες, μοιάζει μια ωραία ιστορία ενός αριστερού ριζοσπάστη ιδεολόγου που προσαρμόστηκε, ως ρεαλιστής, στην πραγματικότητα. Από κοντά, όμως, μοιάζει – και πιθανότατα ήταν εξ αρχής – ένα κυνικό σχέδιο οικοδόμησης ενός νέου κόμματος εξουσίας, στη θέση εκείνου που κατέρρευσε μέσα στην κρίση. Τα εξωφρενικά συνθήματα και η ακραία αντιπολιτευτική δημαγωγία ήταν ψηφίδα στο σχέδιο αυτό. Το εξάμηνο της τυχοδιωκτικής διαπραγμάτευσης επίσης. Η στροφή του Ιουλίου 2015 και η σταδιακή προσαρμογή στις επιταγές του ευρωπαϊκού mainstream, επίσης.
Τέσσερα χρόνια τώρα, η κυβερνητική εξουσία χρησιμοποιείται, με τον πιο παραδοσιακό τρόπο, για την οικειοποίηση παλαιών πελατειακών δικτύων και τη δημιουργία νέων στη δημόσια διοίκηση, τους θεσμούς, τη Δικαιοσύνη. Από μακριά ίσως δεν είναι ορατό. Μα από κοντά είναι ανυπόφορο. Γιατί, σύμφωνα με ένα άλλο, αγνώστου πατρός, διάσημο ρητό, η πολιτική μοιάζει με τα λουκάνικα. Μπορείς να τα απολαμβάνεις, αρκεί να μην έχεις δει πώς παρασκευάζονται. Μπορείς να απολαμβάνεις την ευρωπαϊκή στροφή του Τσίπρα. Αρκεί να μην έχεις διαβάσει το τουίτ του Πολάκη πως η Διαύγεια είναι «ένα κάστρο υποτίθεται διαφάνειας, νομιμότητας, τιμιότητας, ελέγχου και τα λοιπά και εκεί μέσα τρώνε και το έχουν φτιάξει αυτό το “κάστρο” για να μην μπει και φάει και κάποιος άλλος». Αρκεί να μην έχεις διαβάσει, στο ίδιο τουίτ, την προγραμματική εξαγγελία πως «αυτό το κάστρο πρέπει να “σπάσουμε” και αυτή θα είναι και η συγκεκριμένη δουλειά την επόμενη τετραετία».
Ποιο είναι, όμως, το πρόβλημα της χώρας; Τι την οδήγησε στη χρεοκοπία και τη βίαιη μνημονιακή της περιπέτεια; Δεν είναι ακριβώς η ατροφία των θεσμών της, η ελλιπής ανεξαρτησία της Διοίκησης και της Δικαιοσύνης από το κόμμα που κυβερνά, η υποταγή τους στις αχόρταγες και πλουτοβόρες πολιτικές, πελατειακές και συντεχνιακές σκοπιμότητες της πολιτικής;
Το πρόβλημα με το πολιτικό project Τσίπρας, λοιπόν, είναι ότι στο όνομα μιας βιαστικής επιχείρησης οικοδόμησης μηχανισμών εξουσίας, μιας βίαιης πρωταρχικής συσσώρευσης πολιτικής ισχύος, εντός του κράτους και διά του κράτους, η χώρα κάνει όπισθεν ολοταχώς, χάνει κεκτημένα στη μακρά και δύσκολη επιχείρηση εκσυγχρονισμού της, αποκομματικοποίησης της διοίκησης, κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας των θεσμών της. Οχι επειδή – όπως λένε οι συριζόπληκτοι δεξιοί – αυτό επιβάλλουν οι αντιλήψεις, ο «μαδουρισμός» ή οι τάχα «αριστερές ιδεοληψίες» του κόμματος που κυβερνά. Αλλά επειδή αυτό επιβάλλει η κυνική και βιαστική επιχείρηση δημιουργίας, στον σύντομο χρόνο που τους διατίθεται, ενός νέου κόμματος εξουσίας, με τα ίδια χαρακτηριστικά και τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποίησαν (στη μακρά διάρκεια) τα παλαιότερα κόμματα εξουσίας.
Και το δίλημμα, το κρίσιμο δίλημμα, είναι αυτό: Απέναντι σε μια ισχυρή Κεντροδεξιά (στο εσωτερικό της οποίας οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις ασφυκτιούν κάτω από την ηγεμονία των αντιμεταρρυθμιστικών, αντιεκσυγχρονιστικών, λαϊκιστικών ενστίκτων που κυριάρχησαν ιδίως στα χρόνια 2004-2009), ποια Κεντροαριστερά θα αντιπαρατεθεί; Υπό την ηγεμονία εκείνων που θέλουν να σπάσουν το κάστρο της διαφάνειας για «να φάνε κι άλλοι»; Ή υπό την ηγεμονία εκείνων που διεκδικούν την πατρότητα και την κληρονομιά όλων των εκσυγχρονιστικών, αντι-πελατειακών «κάστρων» – από το ΑΣΕΠ του Πεπονή, τα ΚΕΠ του Μπένου, τις ανεξάρτητες Αρχές του Σημίτη ώς τη Διαύγεια του Γιώργου Παπανδρέου; Δεν είμαι αισιόδοξος για την έκβαση αυτής της αναμέτρησης, αλλά είναι μια μάχη που πρέπει να δοθεί. Και αποκλείεται να μην το καταλαβαίνουν και οι ευρωπαίοι φίλοι.