Ακούμε από την παιδική μας ηλικία ότι οι «λαοί» επιζητούν τη δημοκρατία· ότι η δημοκρατία είναι η φυσική τους επιλογή. Για τη δημοκρατία οι λαοί αγωνίζονται, επαναστατούν και θυσιάζονται.
Όχι και τόσο. Οι «λαοί» δεν υποφέρουν την ιδέα ότι ο κόσμος είναι περίπλοκος κι ότι τα προβλήματά τους -αληθινά ή φανταστικά- δεν μπορούν να λυθούν αμέσως. Καθώς η ποιότητα των ηγεσιών χειροτερεύει, είτε τυχαία, είτε εξαιτίας της ίδιας της μαζικής δημοκρατίας, και καθώς ο κόσμος γίνεται όλο και πιο σύνθετος, οι λαοί αναδεικνύουν όσους υπόσχονται γρήγορα αποτελέσματα με απλές μεθόδους. Μιλάμε συχνά για λαϊκιστές ηγέτες: αν έχει έννοια αυτός ο υπερχρησιμοποιημένος χαρακτηρισμός αφορά εκείνους τους πολιτικούς, αριστερούς και δεξιούς, που απλοποιούν μη απλοποιήσιμα πράγματα. Αποδίδοντας ο Ντόναλντ Τραμπ τα (σχεδόν ανύπαρκτα) οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ στην Κίνα (τα αμερικανικά προβλήματα είναι πρωτίστως «κοινωνικά») και κατηγορώντας τους Μεξικανούς για την εγκληματικότητα στις νοτιοδυτικές πολιτείες προτείνει ψεύτικες αλλά εύληπτες λύσεις. Όμως ο Τραμπ δεν είναι παρά η τρελή, ακροδεξιά απάντηση στους λαϊκιστές liberals οι οποίοι επίσης απλοποιούν την πολιτική υποσχόμενοι λύσεις μέσω της απέραντης καλοσύνης. Στη Γαλλία, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, αποδίδοντας τη (σχεδόν ανύπαρκτη) γαλλική «εξαθλίωση» στη φιλελεύθερη δημοκρατία, δημιουργεί ένα απλό σύνθημα που προσδίδει περιεχόμενο στη ζωή των ανθρώπων: Κάτω το Σύστημα! Αλλά ψεύδεται: η φτώχεια έχει μειωθεί, η υγεία έχει βελτιωθεί, η περιβόητη «ψαλίδα» των ανισοτήτων παραμένει ίδια επί είκοσι χρόνια. Αν τολμήσεις να του επισημάνεις ότι ο πολιτικός του λόγος μοιάζει μ’ εκείνον της Μαρίν Λεπέν γίνεται έξαλλος.
Οι περισσότεροι λαοί έχουν ιστορικό αυταρχισμού και λατρείας του ηγέτη. Στην Ουγγαρία, όπου σήμερα ο Βίκτορ Όρμπαν απορρίπτει με πλήρες θεωρητικό σχήμα τη φιλελεύθερη δημοκρατία, η δημοκρατική παράδοση απουσιάζει: η Ουγγαρία συμμάχησε με τη ναζιστική Γερμανία κι έπειτα πέρασε στη σοβιετική σφαίρα επιρροής· στη συνέχεια, στις διαδηλώσεις του 1956 οι ελίτ ζητούσαν «δημοκρατία» -ελευθερία του λόγου, πολυκομματικές εκλογές- και ο λαός ζητούσε, πρωτίστως, ανεξαρτησία από τους Ρώσους. Οι διανοούμενοι στη Δύση συμπέραναν ότι οι Ούγγροι ήθελαν δημοκρατία παρόμοια με τη δική τους. Δεν ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Εξάλλου, δεν γνώριζαν αυτή τη μορφή πολιτεύματος. Παρόμοια είναι η σημερινή κατάσταση στην Τουρκία, στη Ρωσία και στη Βενεζουέλα: μέσω καχεκτικών δημοκρατικών θεσμών, οι λαοί εξέλεξαν ηγέτες τους οποίους δεν μπορούν να ανατρέψουν με δημοκρατικές μεθόδους· στο μεταξύ, οι εκλεγέντες στερεοποίησαν υπερβολικά τη θέση τους και έγιναν δικτάτορες. Στις ΗΠΑ όπου οι θεσμοί -τα μέσα ενημέρωσης, το σύστημα της Δικαιοσύνης- είναι ισχυρότεροι, μια τέτοια εξέλιξη βρίσκει εμπόδια παρά τις επιθυμίες των μισών Αμερικανών που δεν θα είχαν αντίρρηση για μια τοπική ποικιλία δικτατορίας.
Η λαϊκιστική προπαγάνδα απαξιώνει τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αντιπαραθέτοντας τις «διεφθαρμένες» ελίτ έναντι του αγνού λαού και κατηγορώντας τη «γραφειοκρατία» που εκτυλίσσεται ερήμην των πολιτών. Είναι σαν να προτείνει να αναθέσουμε τα πυρηνικά εργοστάσια σε πατατοπαραγωγούς και να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή χωρίς διεθνείς συνεργασίες. Προστίθεται η απαίτηση της φωνής του λαού σε ζητήματα που είτε δεν αφορούν όλους (π.χ. το δικαίωμα στην έκτρωση, το δικαίωμα στον γάμο ομοφυλοφίλων: κανείς δεν υποχρεούται να ασκήσει αυτά τα δικαιώματα), είτε που οι πολίτες δεν γνωρίζουν· τους λείπουν οι γνώσεις και ο χρόνος για να τις αποκτήσουν. Υπό αυτή την έννοια, τα περισσότερα δημοψηφίσματα καθρεφτίζουν τη θέληση των λαϊκιστών την οποία οι μάζες επικυρώνουν ευχαριστημένες επειδή ζητήθηκε η γνώμη τους. Με ποιο υπόβαθρο οι Βρετανοί ψήφισαν την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ; Με μερικές αντικαπιταλιστικές μπαρούφες του Τζέρεμυ Κόρμπιν και άλλα τόσα κουτσομπολιά του Νάιγκελ Φαράτζ περί Βουλγάρων και μουσουλμάνων που στο εξής δεν θα καταφθάνουν από την απέναντι όχθη της Μάγχης. Στην πραγματικότητα η αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε τη νησιωτική νοοτροπία, τη φαντασίωση ότι το έθνος μπορεί να αντιμετωπίσει την επέλαση των βαρβάρων (διότι αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα) αποτελεσματικότερα από την ενωμένη Ευρώπη.
Το μυστικό αυτής της καθήλωσης στον εθνικισμό είναι ότι οι λαϊκιστές πολιτικοί, που είναι πολύ περισσότεροι από όσους έχουν τη ρετσινιά, συμμορφώνονται με την υποτιθέμενη γνώμη του λαού αντί να του δείχνουν τον δρόμο. Έτσι, τίποτα δεν αλλάζει. Παραλλήλως, εκείνοι που δεν μιμούνται τις λαϊκές συνήθειες και δεν συμπλέουν με τις αρχέγονες ιδεοληψίες -όπως ο Μακρόν- κατηγορούνται για έπαρση. Ας αποφασίσουμε επιτέλους πώς θέλουμε τους δημοκρατικούς πολιτικούς: αν τους θέλουμε να τουιτάρουν σαν δεκαπεντάχρονα, να τσιφτετελίζονται στις λαϊκές πίστες, να ζητάνε την ευλογία παπάδων θα πληρώσουμε το τίμημα της πολιτικής τους αγραμματοσύνης. Το ύφος «παιδιού του λαού» έχει πέραση αλλά συγχρόνως επιδεινώνει τον διχασμό του «έθνους».
Το φαινομενικά παράδοξο είναι ότι η μαζική δημοκρατία γεννά τους αυταρχικούς εθνάρχες. Αλλά εδώ το πράγμα μπερδεύεται περισσότερο: Ποιο έθνος; Στη Γερμανία 17 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν γερμανική καταγωγή· τα ποσοστά είναι παρόμοια σε όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Κι επειδή δεν ζούμε στην εποχή του Καρακάλλα όπου η παραχώρηση ιθαγένειας άφηνε ανεπηρέαστη την αυτοκρατορική εξουσία, η πολιτική ισότητα σε πολυεθνικά κράτη γίνεται προβληματική. Η πολυεθνικότητα ενισχύει τον εθνικισμό των αυτοχθόνων και δίνει τροφή σε αντιπαθητικούς πολιτικούς όπως τον Σαλβίνι, τον Όρμπαν, τον Κουρτς, τη Λεπέν και τη Φράουκε Πέτρυ που δεν σέβονται τη δημοκρατία επειδή τη θεωρούν εχθρική προς το έθνος. Παλιά ιστορία: το παρελθόν της Ευρώπης συντίθεται από ολοκληρωτικά καθεστώτα με λαοφιλείς ηγέτες. Και η παρούσα κατάσταση είναι απόρροια της αποτυχίας των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων να τραβήξουν τους Ευρωπαίους από το τέλμα του έθνους: δεν ήταν εύκολο· γίνεται δυσκολότερο. Η αντιευρωπαϊκή αριστερά ευνόησε την άκρα δεξιά -μια διαλεκτική  σχέση- με την ακροσφαλή πολιτική και την καταστροφολογία της. Εμείς οι υπόλοιποι, αν και έχει προηγηθεί το Brexit, συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε μοιρολατρικά – σαν να έχουμε υιοθετήσει τη σοφία της Ανατολής. Που δεν είναι σοφία· που είναι απάθεια.