Επιτρέψτε μου να κάνω καταρχήν μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Από το 2010, όταν ανακάλυψε η χώρα ότι δεν μπορούσε να προσφύγει ούτε στην υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, γιατί το νόμισμά μας ήταν πλέον το ευρώ, οκτώ νέες σειρές ελλήνων ψηφοφόρων είχαν προστεθεί στο εκλογικό σώμα. Ταυτόχρονα όμως στη χώρα με την παλαιότερη δημοκρατική παράδοση στον κόσμο δεν λειτουργεί η ιστορική μνήμη. Στη χώρα όπου «ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα» «Ελληνες αεί παίδες» καταδικάζουν τους ηγέτες τους όσο λαμπροί και αν ήταν και παρασύρονται από άθλιους δημαγωγούς.
Ο Μιλτιάδης του Μαραθώνα, ο Θεμιστοκλής της Σαλαμίνας, ο Αλκιβιάδης πέθαναν εξόριστοι και αδικημένοι. Ο Αριστείδης ο Δίκαιος εξοστρακίστηκε από κάποιον ανώνυμο πολίτη που είχε βαρεθεί να ακούει να επαινούν τον Αριστείδη και να λένε ότι είναι δίκαιος. Αν υπάρχει κανείς λόγος να είναι κάποιος υπερήφανος για τη σημερινή κατάντια της χώρας, που κυβερνάται από τον Τσίπρα και τον Καμμένο, είναι αυτή η αναδρομή στο παρελθόν που υποδεικνύει ότι είμαστε γνησιότατοι απόγονοι των προγόνων μας.
Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς απατεώνες τα Μνημόνια έφεραν την κρίση και όχι η κρίση τα Μνημόνια. Τι έγινε λοιπόν το 2010; Βγαίνοντας, όπως συνήθιζαν όλοι οι προκάτοχοί του, να δανειστεί από τη διεθνή αγορά κεφαλαίων ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει δάνεια παρά μόνο με τοκογλυφικά επιτόκια. Η κυβέρνηση τότε προσέφυγε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ΕΜΣ) και παρακάλεσε εξευτελιστικά να μη ληφθεί υπόψη το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, που προσέθετε συνεχώς νέα βάρη στο παθητικό του εξωτερικού δημόσιου χρέους. Για να μας κάνουν αυτήν την πρωτοφανή κυριολεκτικά εξυπηρέτηση οι δανειστές μας ζήτησαν να εξαφανιστεί αμέσως το έλλειμμα και να σταματήσει να διογκώνεται το δημόσιο χρέος. Υπογράφτηκε το πρώτο Μνημόνιο και ιδρύθηκε η τρόικα, τριμελής επιτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία είχε ως αποστολή τον έλεγχο της εφαρμογής των συμφωνημένων. Σε τέτοια αβυσσαλέα βάθη είχε κατρακυλήσει η αξιοπιστία των ελληνικών κυβερνήσεων.
Τα Μνημόνια, τρία ή τέσσερα στο σύνολό τους, περιλαμβάνουν αυτονόητες μεταρρυθμίσεις, που οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσουν επί δεκαετίες. Ηταν εξαρτημένες από ένα φαύλο πελατειακό σύστημα όπου νόμος δεν ήταν αυτό που ψήφιζε η Βουλή αλλά οι συντεχνιακοί εκβιασμοί και οι αυθαιρεσίες. Το ΚΚΕ έβαζε τους διαδηλωτές του να κραυγάζουν «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» για να υποστηρίξει αιτήματα των φαρμακοποιών ή των ιδιοκτητών ταξί, που είχαν ηγεσίες, όπως ήταν φυσικό, πολύ κοντινές με την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Τα «κεκτημένα» είχαν γίνει ένας άλλος παράλληλος τρόπος ζωής πέρα και έξω από την οικονομική πραγματικότητα μιας χώρας που δεν παρήγε τίποτα, που έκανε ελάχιστες εξαγωγές και αμέτρητες εισαγωγές πληρώνοντας την τεχνητή ευημερία με τα λεφτά των δανείων.
Χρειάστηκαν τα Μνημόνια για να αποκτήσουν όσοι Ελληνες απέκτησαν συνείδηση της πραγματικότητας. Επειτα από εμάς ανάλογη μεταχείριση είχαν και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Νομισματικής Ζώνης. Η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος υπέστησαν ανάλογη μεταχείριση. Σε όλες αυτές τις χώρες η χρηματοδότηση καταργήθηκε, γιατί δεν είναι πια απαραίτητη και μαζί με τη χρηματοδότηση καταργήθηκαν και τα Μνημόνια. Οι μόνοι που έχουμε αναλάβει υποχρεώσεις μέχρι το 2022 είμαστε εμείς, που δεν τολμούμε ακόμη σήμερα να απευθυνθούμε στη διεθνή αγορά κεφαλαίων για να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα μιας κοινωνίας που έχει κακομάθει.
Προς τι λοιπόν οι πανηγυρισμοί όταν είχε αναλάβει να μας ξεφτιλίσει διεθνώς και να επιβαρύνει το χρέος ένας τόσο λαμπρός γελωτοποιός όπως ο κ. Βαρουφάκης, τον οποίο επέλεξε ο κ. Τσίπρας για να του αναθέσει την υπεύθυνη αυτή αποστολή;