Σχεδόν ολόκληρο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, από τον Τζορτζ Μπους ΙΙ μέχρι τον Τραμπ, η ηγεσία του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τα υπουργεία Εξωτερικών των κυριότερων ευρωπαϊκών κρατών, έχουν καταληφθεί από πρωτοφανή ζήλο υπέρ της επικύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών στο επικείμενο δημοψήφισμα της 30ής Σεπτεμβρίου. Σε σημείο που η διεθνής πίεση έφτασε να λειτουργεί ως αθέμιτη επιρροή στην ετυμηγορία του εκλογικού σώματος της ΠΓΔΜ.
Εντυπωσιάζει και προκαλεί ερωτηματικά η έντονη αυτή ενεργοποίηση δυτικών αξιωματούχων υπέρ του «ναι». Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τόσο έντονη παρέμβαση ξένων χωρών σε δημοψήφισμα βαλκανικής χώρας με αντικείμενο τη σχέση της με τη Δύση, ούτε καν στο ελληνικό του 2015. Πέραν του οφθαλμοφανούς διακυβεύματος της ένταξης των Σκοπίων στους δυτικούς θεσμούς, δεν διακρίνεται εύκολα κάποια άλλη μείζων γεωπολιτική διάσταση.
Η σπουδή να αποσπαστούν υποτίθεται τα Σκόπια από τη ρωσική αρπάγη δεν είναι επαρκής λόγος. Στα Σκόπια υπάρχει μεν μια ρωσόφιλη μερίδα που επιδιώκει να ακυρώσει τη στροφή του κρατιδίου προς δυσμάς. Δεν διαφαίνεται όμως ισχυρή ενεργοποίηση της ρωσικής πολιτικής στο δημοψήφισμα. Και δεν πρέπει κανείς να υποτιμά τη βαθύτερη συνεργασία Δύσης – Ρωσίας, που συνέπραξαν σε δύο παγκοσμίους πολέμους. Η συνεργασία αυτή δεν διερράγη ούτε στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, πόσω μάλλον δεν πρόκειται να διαρραγεί για χάρη των Σκοπίων.
Διερωτάται κανείς αν η σπουδή της Δύσης οφείλεται στην ανησυχία της να μην καταστούν τα Σκόπια κρίκος μιας επιδιωκόμενης τουρκομουσουλμανικής προώθησης προς δυσμάς. Ή μήπως η Δύση  ανησυχεί για πιθανό κινεζικό ενδιαφέρον για τα Σκόπια ως σταθμό ενός νέου τύπου δρόμου του μεταξιού, που θα προωθεί τα κινεζικά προϊόντα από τον Πειραιά μέσω Σκοπίων στην Κεντρική Ευρώπη. Αναπάντητα προς το παρόν ερωτήματα.
Η θέρμη των δυτικών δυνάμεων για θετική έκβαση του δημοψηφίσματος αναιρεί πλήρως όσους στην Ελλάδα υποστήριζαν τόσα χρόνια ότι «το πρόβλημα έχει λυθεί διότι 150 κράτη έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Μακεδονία». Αν ήταν έτσι, δεν θα κόπτονταν τώρα οι πάντες για τη συμφωνία με την Ελλάδα. Και αν η Ελλάδα δεν ήταν εγκλωβισμένη στην ιδεοληπτική διελκυστίνδα μεταξύ «μακεδονομάχων» και «ενδοτικών», θα είχε αντιληφθεί ότι διέθετε ένα πανίσχυρο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα και θα αποσπούσε ισχυρά ανταλλάγματα, π.χ. αναγνώριση ελληνικής μειονότητας, ίδρυση ελληνικών σχολείων και πανεπιστημίων, τελωνειακή ένωση, πλήρη εξάλειψη κάθε ίχνους ψευδο-αλυτρωτισμού και μια ονομασία που να μη θίγει την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
    Εντυπωσιάζει το μέγεθος της διπλωματικής αποτυχίας της ελληνικής πλευράς, αλλά και της έλλειψης αυτοπεποίθησης του ελληνικού πολιτικού συστήματος, να αντιληφθεί και να αξιοποιήσει τη διεθνή σημασία μιας ελληνικής αναγνώρισης της ονομασίας των Σκοπίων.