Την περασμένη Κυριακή ο ολυμπιονίκης του 2016 Ελιούντ Κιπτσόγκε έκοψε την κορδέλα του τερματισμού στον Μαραθώνιο του Βερολίνου σε 02:01:39 καταρρίπτοντας το παγκόσμιο ρεκόρ του συμπατριώτη του Ντένις Κιμέτο, ο οποίος το κατείχε (με χρόνο 02:02:57) από το 2014.
Το συγκεκριμένο ρεκόρ αναφέρεται πλέον από όλο το δρομικό κίνημα ως εφάμιλλο με αθλητικά κατορθώματα όπως οι 100 πόντοι του Γουίλτ Τσάμπερλεν σε ένα ματς, τα 8,90 μ. του Μπομπ Μπίμον στο μήκος ή τα 9:58 του Γιουσέιν Μπολτ στα 100 μ.
Στο προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, όλοι στέκονταν με δέος μπροστά στο γεγονός ότι ο Κιμέτο έκανε κατά μέσο όρο 2 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα ανά χιλιόμετρο. Σήμερα αυτός ο χρόνος έχει κατέβει κατά αρκετά δευτερόλεπτα και η συζήτηση για τα ανθρώπινα όρια και τις αντοχές επανέρχεται.
Στις εξαιρετικές ομιλίες του, ο Αμερικανός Λες Μπράουν συνηθίζει να φέρνει ένα παράδειγμα για το πού μπορεί να φτάσουν οι ανθρώπινες αντοχές με τη δύναμη της ψυχής και του μυαλού: πριν από το 1954 η κοινή παγκόσμια αντίληψη που υπήρχε ήταν ότι ο άνθρωπος δεν ήταν ικανός να σπάσει το φράγμα των 4 λεπτών στα 1.500 μ. Αυτό είχε γίνει πεποίθηση σε όλο τον κόσμο. Κανείς δεν το είχε καταφέρει.
Τι άλλαξε; Αυτό που άλλαξε ήταν ότι από τη στιγμή εκείνη, ήξεραν ότι κάποιος το έχει κάνει. Και επειδή ήξεραν ότι κάποιος το έχει κάνει, υπήρξε μία νέα πεποίθηση για αυτόν τον στόχο. Οτι δεν ήταν πλέον άπιαστος. Και αυτοί οι 20.000 άνθρωποι ήξεραν ότι αυτό είναι πιθανό να ξαναγίνει. Η προσπάθειά τους είχε αποκτήσει πια ένα νέο όραμα, ένα ορόσημο. Η προπόνησή τους είχε έναν ορατό στόχο, μία κορυφή που έχει πατηθεί. Ηταν πλέον πιθανό!
Στην περίπτωση βεβαίως ενός μαραθωνοδρόμου που κάνει 02:01:39 τα μεγέθη δεν είναι ίδια. Ομως η πεποίθηση είναι: έχει γίνει! Και όσο περισσότεροι καταφέρουν να φτάσουν αυτόν τον χρόνο έχοντας το ίδιο όραμα με εκείνους που έφτασαν τον σερ Μπάνιστερ, τόσο πιο πιθανό είναι να σπάσει αργά ή γρήγορα και το φράγμα των 121 λεπτών. Και τότε, ποιος ξέρει πόσο άπιαστες θα φαντάζουν οι δύο ώρες για 42,195 χιλιόμετρα.