Τον Φεβρουάριο του 1989, ο Φράνσις Φουκουγιάμα έδωσε μια ομιλία περί διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Ηταν 36 χρόνων τότε, ολοκλήρωνε μια δεκαετή πορεία ως ειδικός στη σοβιετική εξωτερική πολιτική στο RAND Corporation, ένα αμερικανικό think tank που προσέφερε έρευνες και αναλύσεις στον αμερικανικό στρατό, και ετοιμαζόταν να αναλάβει αναπληρωτής διευθυντής πολιτικού σχεδιασμού στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Ηταν, όπως επισημαίνει ο Λούις Μέναντ στο «New Yorker», μια καλή στιγμή να μιλάει κανείς για διεθνείς σχέσεις, και μια καλή στιγμή για ειδικούς «σοβιετολόγους» πιο συγκεκριμένα, διότι δύο μήνες νωρίτερα, στις 7 Δεκεμβρίου του 1988, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχε ανακοινώσει, από το βήμα του ΟΗΕ, πως η Σοβιετική Ενωση δεν θα αναμειγνυόταν πια στις υποθέσεις των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών – δορυφόρων της. Ηταν η αρχή του τέλους για τον Ψυχρό Πόλεμο.
Στο RAND, ο Φουκουγιάμα παρήγε εστιασμένες αναλύσεις της σοβιετικής πολιτικής. Στο Σικάγο επέτρεψε στον εαυτό του να σκεφτεί πιο σφαιρικά, πιο μεγαλεπήβολα. Η ομιλία του περιήλθε στην προσοχή του Οουεν Χάρις, αρχισυντάκτη μιας μικρής επιθεώρησης της Ουάσιγκτον ονόματι «The National Interest», ο οποίος προσφέρθηκε να τη δημοσιεύσει. Το άρθρο είχε τίτλο «Το τέλος της Ιστορίας;» και όταν κυκλοφόρησε, το καλοκαίρι του 1989, έφερε στον κόσμο της εξωτερικής πολιτικής τα πάνω κάτω. Γιατί ο Φουκουγιάμα ανήγγειλε σε αυτό την «οικουμενικοποίηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως τελικής μορφής κάθε ανθρώπινης διακυβέρνησης».
Η ιδεολογική διαμάχη Ανατολής – Δύσης
Για τον μετέπειτα καθηγητή Πολιτικών Επιστημών του Στάνφορντ, η ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση είχε φτάσει στο τέλος της με τον θρίαμβο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η νίκη δεν είχε ακόμα επικυρωθεί – θα το έκανε αυτό η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, μερικούς μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους – αλλά η αποσάθρωση της σοβιετικής αυτοκρατορίας ήταν τέτοια που εύκολα προδίκαζε κανείς την κατάρρευσή της. Πέραν του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, η φιλελεύθερη δημοκρατία, ως σύστημα διακυβέρνησης, είχε θριαμβεύσει επί των αντίπαλων ιδεολογιών. Σήμερα, ο κομμουνισμός. Χθες, η κληρονομική μοναρχία και ο φασισμός.
Οπλισμένος με αυτή τη διαπίστωση, ο Φουκουγιάμα προωθούσε την ιδέα της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως «τελικού σημείου της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας», «τελικής μορφής κάθε ανθρώπινης διακυβέρνησης» – άρα και του «τέλους της Ιστορίας». Στο αρχικό άρθρο, βέβαια, υπήρχε ερωτηματικό – το οποίο όμως χάθηκε από τον τίτλο του βιβλίου στο οποίο αυτό μετουσιώθηκε, το 1992: «Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ. Στην παθιασμένη συζήτηση που είχε ήδη πυροδοτήσει το πρωτογενές άρθρο, ωστόσο, πολλοί (με διασημότερο ίσως όλων τον Σάμιουελ Χάντινγκτον, εμπνευστή της αντίπαλης ουσιαστικά θεωρίας της «Σύγκρουσης των Πολιτισμών») κατηγορούσαν τον Φουκουγιάμα πως είχε βιαστεί να διακηρύξει το τέλος της Ιστορίας, όπως ακριβώς είχε βιαστεί και ο Χέγκελ, τον οποίο ο ίδιος επικαλείται συχνά στα γραπτά του, τον 19ο αιώνα. Και με κάθε νέα επίδειξη ισχύος της Ιστορίας, οι κατηγορίες, ή και ο χλευασμός, επανέρχονταν. Οι διαμαρτυρίες του Φουκουγιάμα, ότι «υπήρχε ερωτηματικό», ότι «ήταν μια εσκεμμένη πρόκληση», ότι «το “τέλος” σήμαινε “στόχος”, όχι “φινάλε”» παραμερίζονταν. Το ίδιο και οι επισημάνσεις του πως «αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το βιβλίο, προειδοποιούσα ήδη για τους κινδύνους που ενείχε αυτή η ανία [μιας εποχής χωρίς σημαντικές πολιτικές διαμάχες] και την απειλή ενός πολέμου εναντίον της δημοκρατίας από εκείνους που μεγάλωσαν στους κόλπους της».
Ποια ήταν αυτά που δεν είχε προβλέψει
Η αλήθεια είναι πως αυτή την τελευταία ιδέα, ο Φουκουγιάμα προσπάθησε να την αναπτύξει σε πολλά από τα επόμενα βιβλία του. Την αρχική του θέση, την έχει διορθώσει ξανά και ξανά. «Υπάρχουν προφανώς πολλά πράγματα που δεν είχα προβλέψει όταν έγραφα “Το Τέλος της Ιστορίας”», δήλωνε πέρυσι σε συνέντευξή του στη “Le Monde”. «Πρώτο και κύριο, είναι το ζήτημα της πολιτικής παρακμής. Εβλεπα την Ιστορία σαν ένα κίνημα εμπρός, με την οικοδόμηση θεσμών και μιας δημοκρατίας όλο και πιο ώριμης. Δεν είχα εξετάσει την υπόθεση πως τα πράγματα μπορούσαν να πάνε πίσω». Στο τελευταίο του έργο, που μόλις κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, ο Φράνσις Φουκουγιάμα αναβάλλει και επισήμως το τέλος της Ιστορίας. Η δημοκρατία διέρχεται μια σοβαρή κρίση, αναγνωρίζει. Και οι πιο ύπουλες απειλές προέρχονται από το εσωτερικό των δημοκρατικών χωρών, όπου λαϊκιστές πολιτικοί εκμεταλλεύονται τη νομιμότητα που απέκτησαν μέσω ελεύθερων εκλογών ώστε να αμφισβητήσουν τους δύο βασικούς πυλώνες της, το κράτος δικαίου και τους θεσμούς του κράτους. Το μεγάλο πρόβλημα της εποχής, ο Φουκουγιάμα το συνοψίζει στον τίτλο: «Ταυτότητα: Η Απαίτηση για Αξιοπρέπεια και η Πολιτική της Αγανάκτησης».
Ως κλειδί για την κατανόηση της ταραγμένης εποχής που ζούμε, ο αμερικανός πολιτικός διανοητής προτείνει έναν όρο βγαλμένο από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα: τον «θυμό», ή θυμικό, το ένα από τα τρία μέρη της ψυχής, κάπου ανάμεσα στο λογιστικό, αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα, και το επιθυμητικό, αυτό που μας διατηρεί ζώα. «Ο θυμός είναι το μέρος της ψυχής που λαχταρά αναγνώριση ή αξιοπρέπεια» επισημαίνει, «η έδρα των κρίσεων περί αξίας» και η σημασία του έχει παραμεληθεί σοβαρά από τους θεωρητικούς της πολιτικής.
 
Η απαίτηση για αναγνώριση
Είναι ουσιαστικά μια θεωρία που είχε ήδη παρουσιάσει στο βιβλίο του 1992, διακρίνοντας μεταξύ δύο εκδηλώσεων του θυμού, την ισοθυμία και τη μεγαλοθυμία – με την πρώτη να είναι η επιθυμία να αναγνωριστείς ως ίσος από τους άλλους και τη δεύτερη, την απαίτηση ορισμένων να αναγνωριστούν ως ανώτεροι από τους άλλους. Την αναπτύσσει όμως τώρα, με σύμμαχο τα πολλά και διάφορα τρανταχτά παραδείγματα μεγαλοθυμίας εν δράσει που μας έχει παράσχει η τελευταία δεκαετία, επιμένοντας πως αυτή η απαίτηση για αναγνώριση είναι η «πρωταρχική έννοια» που εξηγεί όλες τις σύγχρονες εκδηλώσεις δυσαρέσκειας με την παγκόσμια φιλελεύθερη (με την αγγλοσαξονική έννοια) τάξη – από το Brexit και την άνοδο των εθνολαϊκισμών στην Ευρώπη μέχρι τα κινήματα #MeToo και Black Lives Matter και από το ISIS μέχρι τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Σι Τζινπίνγκ ή την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ενός «αποκρουστικού προέδρου που κυβερνάει με αδιανόητο τρόπο» και παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να έχει λαϊκό έρεισμα: «Ο Τραμπ επιλέγει ενστικτωδώς αυτά τα φυλετικά ζητήματα προκειμένου να εξοργίζει τους ανθρώπους της Αριστεράς και αυτοί γίνονται όλο και πιο ακραίοι στην απάντησή τους. Το βλέπει ως μια ευκαιρία να διχάσει τον κόσμο και να κάνει τους Δημοκρατικούς λιγότερο ενωμένους ως ανταγωνιστές», δίνει μια εξήγηση ο Φουκουγιάμα στην «Guardian».
Με τις απόψεις του για τον πρόεδρο των ΗΠΑ ή τα όπλα που μετέρχεται ο λαϊκισμός, χειραγωγώντας τους «ξεχασμένους» της παγκοσμιοποίησης, λίγοι θα διαφωνήσουν. Η «οικουμενικοποίηση» του «θυμού» που επιχειρεί, ωστόσο, και οι ελάχιστες πολιτικές προτάσεις που κάνει, έχουν ήδη πυροδοτήσει έντονη κριτική. Ακόμα και ο γνωστότερος προφήτης της σύγχρονης πολιτικής ζωής, πάντως, σηκώνει σήμερα τα χέρια ψηλά: «Στην πραγματικότητα», λέει, «είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα συμβεί στη συνέχεια».