Η συντριπτική πλειονότητα των αναλυτών προεξοφλούσε πως τα μεσάνυχτα της περασμένης Παρασκευής η Moody’s θα προχωρούσε σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι προσδοκίες διαψεύστηκαν αφήνοντας στο προσκήνιο μόνο τις πρόσφατες μεταμνημονιακές προειδοποιήσεις του αμερικανικού οίκου αξιολόγησης: αποφύγετε τον κίνδυνο του Σίσυφου, τηρήστε τις δεσμεύσεις έναντι των πιστωτών ώστε να μη χαθεί η αξιοπιστία που δημιούργησε η ολοκλήρωση του προγράμματος.
Τα προειδοποιητικά μηνύματα της Moody’s είχαν φτάσει στην Αθήνα στις 24 Αυγούστου, λίγες μέρες μετά την τυπική έξοδο από το Μνημόνιο.
Εναν μήνα αργότερα, οι αγορές παρακολουθούν με επιφυλακτικότητα τα παζάρια της κυβέρνησης με τους δανειστές με αντικείμενο την ακύρωση βασικών παραμέτρων – όπως θεωρούν οι θεσμοί – της συμφωνίας. Τα φώτα της δημοσιότητας μπορεί να επικεντρώνονται στο θέμα των συντάξεων όπου η κυβέρνηση επιχειρεί να ακυρώσει τις προνομοθετημένες μειώσεις, αλλά τη δυσαρέσκεια των δανειστών έχει προκαλέσει, σύμφωνα με πληροφορίες, και η βιασύνη αύξησης του κατώτατου μισθού πριν από τις κάλπες, τροποποιώντας τα συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα και παραβλέποντας την απουσία της απαραίτητης παραμέτρου αύξησης της παραγωγικότητας. Η ίδια η προοπτική των εκλογών άλλωστε και το ενδεχόμενο πρόωρης διεξαγωγής τους συνθέτουν ένα σκηνικό αβεβαιότητας για την επενδυτική κοινότητα, ιδίως όταν έχουν αρχίσει να ψιθυρίζονται, έστω και ως πρώιμα σενάρια, πληροφορίες για πιθανές μονομερείς ενέργειες.
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ. Τα μηνύματα αυτά εισπράττουν οι αγορές οι οποίες έχουν εστιάσει παράλληλα και στα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος. Τα προβλήματα ήρθε εμμέσως να επιβεβαιώσει στο Λονδίνο ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος. Οταν ρωτήθηκε για τις προσπάθειες μείωσης των κόκκινων δανείων, απάντησε πως είναι «το πιο σημαντικό ζήτημα» και πρόσθεσε πως η αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων εργαλείων, από τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς έως και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, «είναι μια διαρκής διαδικασία». Με φόντο τα αδύναμα αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών όμως οι επενδυτές, όπως αποδεικνύεται από τη στάση τους στο ελληνικό Χρηματιστήριο, χρειάζονται πολύ περισσότερα από μια «διαρκή διαδικασία» για να αγοράσουν και πάλι Ελλάδα.
Οι πιέσεις που δέχονται οι τραπεζικές μετοχές είναι έντονες μετά την έξοδο από το Μνημόνιο. Στις τελευταίες 25 συνεδριάσεις του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ο τραπεζικός δείκτης έχει καταγράψει απώλειες 129 μονάδων (από τις 715,68 μονάδες στις 20 Αυγούστου, στις 586,89 μονάδες την περασμένη Παρασκευή), με τη χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων τραπεζών να μειώνεται στο ίδιο διάστημα κατά περίπου 1 δισ. ευρώ (από 5,403 δισ. ευρώ σε 4,431 δισ. ευρώ).
Στην αγορά ομολόγων, στο ίδιο διάστημα, οι τιμές των ελληνικών τίτλων καταγράφουν οριακές διακυμάνσεις και οι αποδόσεις παραμένουν σε απαγορευτικά επίπεδα για νέα έκδοση. Στα δεκαετή ομόλογα, οι αποδόσεις παραμένουν πάνω από 4% και στους πενταετείς τίτλους πάνω από το 3%, με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους να έχει βάλει στο συρτάρι τα σχέδια άντλησης φρέσκου χρήματος από τις αγορές δίνοντας άτυπο ραντεβού από τον Ιανουάριο του 2019 και μετά, εκτός και εάν μεσολαβήσει ένα «θαύμα».
ΣΕ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ. Η «σιωπή» της Moody’s την περασμένη Παρασκευή πρακτικά σημαίνει πως για φέτος ο κύκλος των αναβαθμίσεων από τους τρεις κορυφαίους οίκους αξιολόγησης έχει κλείσει. Η Moody’s ήταν η πρώτη η οποία έκανε την έκπληξη τον περασμένο Φεβρουάριο όταν προχώρησε σε διπλή αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, προβλέποντας έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο. Εκτοτε, η αξιολόγηση από τη Moody’s παραμένει «κολλημένη» στο Β3 ή έξι σκαλοπάτια χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα (BBB- και πάνω ή Baaa3 στην κλίμακα αξιολόγησης της Moody’s), η οποία ανοίγει τις πύλες της επιλεξιμότητας των ελληνικών τίτλων από την ΕΚΤ και δίνει χαρακτηριστικά ασφάλειας στα κρατικά ομόλογα. Εάν προχωρούσε στην αναμενόμενη – την περασμένη Παρασκευή – αναβάθμιση η Moody’s, επενδυτικά η κίνησή της θα ήταν αδιάφορη. Κι αυτό διότι ήδη η Standard and Poor’s αξιολογεί υψηλότερα την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας με B+ (τέσσερα σκαλοπάτια χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα) και η Fitch έχει δώσει BB- (τρία σκαλοπάτια έως την επενδυτική βαθμίδα). Στην αγορά μπορεί να μετρά η καλύτερη βαθμολογία, αλλά το γεγονός ότι η Moody’s άφησε απλώς να παρέλθει η προγραμματισμένη ημερομηνία ανακοίνωσης της αξιολόγησής της για την Ελλάδα αναμένεται να επηρεάσει την αγορά.
Εκτός απρόοπτου, η τελευταία για φέτος αξιολόγηση – πέραν των τριών μεγάλων οίκων – θα έρθει από την καναδική DBRs στις 2 Νοεμβρίου.
Με αυτά τα δεδομένα, πηγές της αγοράς ομολόγων εκτιμούν πως υπάρχει μακρύς και αβέβαιος δρόμος να διανυθεί ακόμα μέχρι να φτάσουν οι ελληνικοί τίτλοι την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, για χάρη (και) της οποίας η κυβέρνηση απέρριψε την προσφυγή σε προληπτική γραμμή πίστωσης, την οποία εισηγούνταν κυρίως η ΕΚΤ, ο ESM αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο Πρωθυπουργός, κατά την ομιλία του στη ΔΕΘ, εκτίμησε ότι η επενδυτική βαθμίδα θα αποκτηθεί σε βάθος τριετίας. Ακόμα και αυτή η εκτίμηση όμως μπορεί να αποδειχθεί αισιόδοξη στον βαθμό που η Ελλάδα βρεθεί σε νέες περιπέτειες έναντι των δανειστών, οι οποίες έχει αποδειχθεί στο παρελθόν πως είναι παραπάνω από ικανές να στείλουν εύκολα και πάλι τα ελληνικά ομόλογα στην κατηγορία «σκουπίδια».