Αγαπητοί μου συμπολίτες, ανήκω κι εγώ στη σιωπηλή πλειονότητα που, όπως κι εσείς, καταδικάζει τον θάνατο ενός αβοήθητου συμπολίτη μας ύστερα από λιντσάρισμα στο κέντρο της ευρωπαϊκής μας πόλης. Αλλά το «ανθρωπάκι» δεξιά μου με τραβάει από τον ώμο κάνοντας συντρίμμια την εξιδανίκευση, για να με ξαπλώσει φαρδύ πλατύ στην πραγματικότητα.
Είμαι κι εγώ από τους – λίγους νομίζετε; – «κανονικούς ανθρώπους» που διδαχτήκαμε τη βία και αφήσαμε την κοινωνική μνησικακία να ποτίσει τις ψυχές μας με το κουταλάκι του καφέ. Εχουμε εκπαιδευτεί στην αυτόματη εξέγερση και την αυτοδικία – κι αυτό μην το εκλάβετε σαν μπηχτή εναντίον οποιουδήποτε κόμματος ή οποιουδήποτε Μνημονίου. Είναι κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει όσο δεν το ομολογούμε. Η αποϊεροποίηση του προσώπου διαπερνά οριζόντια την κοινωνία δίχως να κοιτάζει τη μελαγχολία της ψήφου μας.
Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος. Το λέω από την αρχή κι αυτό σίγουρα το έχετε ξαναδεί γραμμένο. Θεωρώ κανονικότητα πλέον την παγίωση της Χρυσής Αυγής στην τριτοτέταρτη θέση και αφουγκράζομαι την εκκωφαντική σιωπή για τη δίκη της. Στην αρχή αντιστάθηκα, αλλά πλέον έχω βολευτεί με αυτό το κοινοβουλευτικό κατενάτσιο, το οποίο διακόπτει τον ύπνο των δικαίων παρά μόνο με κάτι ελεγχόμενες κραυγές και εκκλήσεις προς τον αστυνομικό της αιθούσης.
Το περασμένο καλοκαίρι τα αντανακλαστικά μου ενεργοποιήθηκαν με το που ακούστηκε το σλόγκαν «μαζί τα κάψαμε», «τι άλλο να πάθουν, αφού είχαν αυθαίρετα σε οφσόρ;». Δεν μιλάω στον αέρα. Μαζί με άλλους επιβράβευσα κατά κάποιον τρόπο αυτή την τακτική. Μια ματιά στις συσπειρώσεις των πρόσφατων δημοσκοπήσεων θα σας πείσει.
Νιώθω οργή για τους πρόσφυγες, αλλά την καμουφλάρω κάτω από αναλύσεις καφενείου για τα ιμπεριαλιστικά χτυπήματα της Δύσης που οδήγησαν στα κομβόι των ερήμων και κάπως έτσι οι βάρκες έφτασαν στα νησιά μας. Εχω κανονισμένη από τώρα και μια αυριανή ανάρτηση αλληλεγγύης για να ρίξω στάχτη στα μάτια των διαδικτυακών μου φίλων.
Στον τσαμπουκά του Πολάκη και του Καμμένου – όχι, αυτός δεν είναι διακομματικός, είναι εντοπισμένος – βλέπω πολλούς συγγενείς μου που φωνάζουν για τις κομμένες συντάξεις και τα επιδόματα που τους παίρνουν από τα χέρια τα «σκουπίδια» της ζωής. Τα στερεότυπα και τα τσιτάτα με μουδιάζουν όπως σε οποιαδήποτε απονεύρωση. Λειτουργούν σαν τη μαγική σκέψη των πρωτόγονων. Οταν έχω κρίση συνείδησης – σπάνια, ομολογώ -, αντικρίζω το τέρας. Δεν θέλω να ξοδεύομαι με ορθολογικές σκέψεις, αίτια και αιτιατά, καλή ώρα για την τοξικομανία ή το ψυχόδραμα ενός ανθρώπου που ήθελε κι αυτός να βλέπει το φεγγάρι απ’ τον υπόνομο. Θέλω να εκτονώνω τη συσσωρευμένη οργή μου συμμετέχοντας αναλογικά στη γενικευμένη ανομία. Θέλω να γίνομαι θεατής μιας αρένας χωρίς να αγγίζω τίποτε.
Γνωρίζω ότι ο επαρχιωτισμός είναι ηθική και όχι γεωγραφική κατηγορία ή ότι ο προσωπικός πολιτισμός χτίζεται με συμβολισμούς και αυτοθυσίες. Αλλά μου φαίνεται πιο εύκολο να μιμηθώ την επιθυμία των ομοίων μου τοποθετώντας στο κέντρο της τελετουργικής βίας το εξιλαστήριο θύμα.
Θέλω πολύ να καθρεφτιστώ κι εγώ έστω για μία φορά στη βιτρίνα των «καθαρών και αμίαντων», αλλά – κακά τα ψέματα – εκείνη που με τραβάει είναι η πίσω πλευρά του καθρέφτη. Θα το πω, και ας με περάσετε για αλλόκοτο. Επιθυμώ την ελληνική κοινωνία «καθαρή», περίκλειστη, χωρίς ρωγμές. Σαν μονοδιάστατο χαρακτήρα σε κακογραμμένο μυθιστόρημα. Κανείς δεν μου ζήτησε άλλωστε να δείξω αλληλεγγύη σε μειονότητες, διαφορετικότητες και ξένους. Ξέρω απέξω κι ανακατωτά τις εξαιρέσεις, αλλά έχω μάθει να πορεύομαι με τον υπόγεια διαβρωτικό λόγο του σεξισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του μισογυνισμού.
Αν δεν αναγνωρίζετε τον εαυτό σας στο πρόσωπό μου, αναλαμβάνω ακέραιη την ευθύνη. Το μόνο για το οποίο δεν ευθύνομαι εξ ολοκλήρου είναι οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις της καθημερινότητας.