Θα προσπαθήσω να συνοψίσω την πορεία και το μέλλον της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αναπτύσσοντας έξι βασικά σημεία.
1 Η ευρωπαϊκή βορειοδυτική σοσιαλδημοκρατία, στη «χρυσή εποχή» της (1945-1975), βοήθησε καθοριστικά στην αυτόνομη ένταξη της βιομηχανικής εργατικής τάξης στην ενεργό πολιτική αρένα του κράτους – έθνους. Κατόρθωσε έτσι να επεκτείνει αστικά δικαιώματα (κράτος δικαίου), πολιτικά (δικαιώματα ψήφου), κοινωνικά (κράτος πρόνοιας) στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Στη συνέχεια, για μια σειρά από λόγους (όπως το τέλος της ριζοσπαστικής κινητοποίησης του κόσμου μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής βάσης στη μεταφορντική περίοδο, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η αδυναμία εφαρμογής της κεϊνσιανής πολιτικής σε ένα νέο πλαίσιο όπου το κράτος χάνει την αυτονομία του κ.τ.λ.) η σοσιαλδημοκρατία αναγκάστηκε, για να επιβιώσει στην εκλογική αρένα, να πλησιάσει χωρίς να ταυτιστεί με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Κατόρθωσε έτσι, αν όχι να αναπτύξει περαιτέρω, τουλάχιστον να διασώσει από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση το κοινωνικό κράτος. Ομως η προσέγγιση της σοσιαλδημοκρατίας προς τον νεοφιλελευθερισμό, που η Αριστερά περιφρονητικά ονόμασε «μπλερισμό / σοσιοφιλελευθερισμό», την οδήγησε, κυρίως στην παγκόσμια οικονομική κρίση και μετά, σε μια έντονα καθοδική πορεία.
2Αντίθετα με αυτό που πιστεύει η Αριστερά σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη «χρυσή τριακονταετία». Δεν έχει πεθάνει. Επιβίωσε με μια πιο συντηρητική μορφή μέχρι σήμερα και έχει τη δυνατότητα αναζωογόνησης αν δημιουργήσει νέες συμμαχίες και νέες στρατηγικές – συμμαχίες και στρατηγικές που θα στοχεύουν στην περαιτέρω εξάπλωση δικαιωμάτων προς τα κάτω, δικαιωμάτων που η κυριαρχία του χρηματιστηριακού καπιταλισμού έχει σημαντικά αμβλύνει.
3Αν η σοσιαλδημοκρατία έχει σοβαρές πιθανότητες αναζωογόνησης, η σημερινή απόρριψή της από την Αριστερά είναι λανθασμένη. Για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί αντίθετα με την Ακρα Αριστερά, η φιλευρωπαϊκή Αριστερά, αν όχι στα λόγια, στην πράξη αποδέχεται πως η άμεση υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι δυνατή βραχυ- ή μεσοπρόθεσμα. Αρα οι διαφορές της με μια ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία είναι μικρές. Δεύτερον, η Αριστερά με το να θεωρεί σήμερα τον όρο «σοσιαλδημοκρατία» λέξη προς αποφυγήν αποκόπτεται από μια πολιτική παράδοση που κατόρθωσε περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα / κίνηση να δώσει ουσιαστικά δικαιώματα στα λαϊκά στρώματα. Πρόκειται για ένα επίτευγμα μοναδικό στην ιστορία της νεωτερικότητας. Μια ρεαλιστική, φιλευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά και μια αναζωογονημένη σοσιαλδημοκρατία, μαζί με άλλες δυνάμεις στον μεσαίο χώρο, μπορούν στο μέλλον να εξανθρωπίσουν ξανά τον καπιταλισμό. Αν το πετύχουν, θα φέρουν πιο κοντά το όραμα ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού.
4Μετά το Brexit και την αντιευρωπαϊκή στάση του προέδρου Τραμπ, η άνοδος του Μακρόν στην εξουσία δημιούργησε μια αισιοδοξία σε ό,τι αφορά το μέλλον της Ευρώπης. Ο γάλλος πρόεδρος, παρά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του εντός της Γαλλίας, έχει σαν στόχο όχι μόνο την επίσπευση των ενοποιητικών διαδικασιών της ευρωζώνης αλλά και το πέρασμα από τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη της λιτότητας και των ανισοτήτων σε μια ευρωκρατούμενη και κοινωνικά αλληλέγγυα ομοσπονδιακή κοινότητα. Αυτός ο στόχος βέβαια είναι αντίθετος με αυτόν της γερμανίδας καγκελαρίου που προτιμά τη βήμα προς βήμα ενοποίηση και τη μη ανατροπή του ευρωζωνικού status quo που ευνοεί υπερβολικά τα γερμανικά συμφέροντα. Λόγω των δύσκολων προβλημάτων εκσυγχρονισμού της γαλλικής οικονομίας, μάλλον θα υπερισχύσει η γερμανική εκδοχή μιας πιο ενοποιημένης Ευρώπης. Μια ευκταία συμμαχία της Γαλλίας με τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θα μπορούσε να αμβλύνει την ανισορροπία δύναμης μεταξύ των δύο κύριων παικτών της ευρωπαϊκής αρένας. Δυστυχώς για τη στιγμή κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
5Στην τωρινή περίοδο βλέπουμε τη θεαματική άνοδο του εθνολαϊκισμού. Το διαλυτικό για τη συνοχή της Ευρώπης φαινόμενο οφείλεται σε τρεις σημαντικές εξελίξεις στον ευρωζωνικό χώρο. Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση οδήγησε στην άμβλυνση της αυτονομίας του κράτους – έθνους και άρα στην αδυναμία του να ελέγχει τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων. Δεύτερον, η έλλειψη πολιτικού ελέγχου των αγορών οδήγησε στην πρωτοφανή εκτίναξη των ανισοτήτων (ενδο- και διακρατικών) και στην περιθωριοποίηση μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Και τρίτον, παρατηρούμε την αντίδραση, κυρίως των «χαμένων» από τις παραπάνω εξελίξεις, στην είσοδο οικονομικών μεταναστών και προσφύγων στην ΕΕ. Με δύο λόγια, είναι οι εντεινόμενες ανισότητες, η άμβλυνση της αυτονομίας του κράτους και η προσφυγική κρίση που εξηγούν όχι μόνο την άνοδο του λαϊκισμού αλλά, εν μέρει, και την περαιτέρω κάθοδο της σοσιαλδημοκρατίας.
6Είναι προφανές πως η άνοδος του αντιευρωπαϊκού, ξενοφοβικού λαϊκισμού από τη μια μεριά και η κυριαρχία του αγοροκρατικού νεοφιλελευθερισμού από την άλλη μπορεί να οδηγήσουν στην κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ο μόνος τρόπος αντίστασης στις δύο παραπάνω τάσεις είναι μια συμμαχία πολιτικών δυνάμεων που αντιτίθενται και στον λαϊκισμό και στον νεοφιλελευθερισμό. Δηλαδή μια συμμαχία της σοσιαλδημοκρατικής Κεντροαριστεράς, της ριζοσπαστικής Αριστεράς, των οικολόγων και των πολιτικά φιλελεύθερων κεντρώων κομμάτων. Από αυτήν τη σκοπιά, δεν είναι περίεργο πως οι δύο χώρες όπου τα λαϊκιστικά κόμματα δεν αναπτύσσονται είναι η Πορτογαλία και η Ισπανία. Και στις δύο αυτές χώρες έχουμε σήμερα σοσιαλιστικές / σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις όπου υπάρχει συνεργασία με τη ριζοσπαστική Αριστερά. Συγκεκριμένα, στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Antonio Costa συμμετέχουν μέλη του πορτογαλικού ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος Bloco. Ενώ στην Ισπανία η μετά από πρόταση μομφής εκλεγείσα από το Κοινοβούλιο κυβέρνηση του σοσιαλιστή / σοσιαλδημοκράτη Pedro Sanchez υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, και από το ριζοσπαστικό κόμμα Podemos.
Οι σοσιαλδημοκρατικά προσανατολισμένοι πολίτες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν σήμερα τις εξής επιλογές: είτε να στραφούν προς τη ριζοσπαστική, φιλευρωπαϊκή Αριστερά είτε προς τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά. Στην πρώτη περίπτωση θα βοηθήσουν την αναζωογόνηση της σοσιαλδημοκρατίας καθώς και την περαιτέρω στροφή προς τον πραγματισμό και τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στη δεύτερη περίπτωση θα έχουν τη δυνατότητα να «τιμωρήσουν» τη ριζοσπαστική Αριστερά για τις ακροαριστερές / αντισυστημικές καταβολές της, καθώς και για τα σοβαρά λάθη της. Αλλά με αυτή την επιλογή η σοσιαλδημοκρατική Κεντροαριστερά θα συνεχίσει την καθοδική πορεία της.
Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας, LSE