Θα μου επιτρέψετε την αυτοαναφορικότητα στο σημερινό κείμενο, αλλά όταν διαβάζω οτιδήποτε σε σχέση με τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία επιστρέφω σούμπιτη στα μαθητικά μου χρόνια. Δώδεκα συναπτά έτη πέρασα βάζοντας και βγάζοντας μέσα σε τσάντες – στην αρχή παιδικές, αργότερα «δεσποινιδίστικες» και προς το τέλος, μεσολάβησε γαρ η Μεταπολίτευση, ταγάρια ή κάτι φαρδιά λάστιχα με το σήμα της ειρήνης – εκείνα τα μπλε τετράδια με τη θεά της σοφίας Αθήνα στο εξώφυλλο και γύρω γύρω το «Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία». Είμαι Αρσακειάδα. Ενας «τίτλος» που, στη λαϊκή μυθολογία, σηματοδοτεί έναν καθωσπρεπισμό με τάση προς τον συντηρητισμό, ο οποίος όμως ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Εξάλλου και ιστορικά να το δούμε, από τον 19ο αιώνα τα Αρσάκεια ήταν τα πρώτα πρότυπα σχολεία θηλέων σε μια εποχή που «τα κορίτσια δεν έκαναν για γράμματα».
Στο σχολείο μου διδάχθηκα κάτι πολύ πιο σημαντικό από ορθογραφία, γραμματική, φυσική και ιστορία. Εμαθα τη δυναμική της γνώσης. Οτι δηλαδή κάθε τι που μαθαίνω δεν είναι μια πληροφορία που την ταξινομώ κάπου και μετά έρχονται και κάθονται επάνω οι καινούργιες ώστε σιγά σιγά να την ξεχάσω. Είναι η αφορμή για ακόμη περισσότερες γνώσεις, σαν να μπαίνει οδική σήμανση και φωτισμός σε ένα σκοτεινό δρομάκι. Που μπορεί να σε οδηγήσει σε μια μεγάλη λεωφόρο. Για παράδειγμα, δεν καλοθυμάμαι τι είναι ο «Πουλολόγος», μόνο ότι κρυφογελούσαμε όταν το λέγαμε στο μάθημα. Εξαιτίας του όμως κατάλαβα ότι υπάρχει βυζαντινή λογοτεχνία και ασχολήθηκα περισσότερο με αυτήν.
Αυτός είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο ρόλος του σχολείου. Να σε μάθει να διαχειρίζεσαι σωστά τη γνώση, όχι απλώς να σου τη μεταδίδει. Κι όσο και αν οι εποχές αλλάζουν, αυτή η πολιτισμική αξία παραμένει σταθερή, βλέπουμε άλλωστε κάθε μέρα τις θλιβερές συνέπειες της απαξίωσής της. Γι’ αυτό και το να κλείνει ένα σχολείο είναι σαν να ανοίγει μια τρύπα στον πολιτισμό μας.