Η επέτειος της τραγικής δολοφονίας του Παύλου Φύσσα φέρνει ξανά στο προσκήνιο το πρόβλημα της ελληνικής ναζιστικής Ακροδεξιάς. Η αλήθεια όμως είναι ότι η ναζιστική Ακροδεξιά δεν έφυγε ποτέ από την επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια. Η παρουσία της Χρυσής Αυγής στη Βουλή και τα συνεχή επεισόδια που δημιουργεί, η αργόσυρτη εκτύλιξη της εις βάρος της δίκης και βέβαια η εδραίωση και η σταθερότητα των ποσοστών της στις εκλογές και στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν την εγκατάσταση και τη «νομιμοποίησή» της στον εγχώριο δημόσιο χώρο. Τελευταία δε οι ακραίοι ακροδεξιοί δεν αρκούνται στις βίαιες επιθέσεις εναντίον μεμονωμένων μεταναστών και αντιφασιστών ακτιβιστών αλλά κατεβαίνουν στους δρόμους και συγκρούονται προκλητικά με δημοκρατικούς πολίτες και με τις αστυνομικές δυνάμεις. Η αντοχή και μάλιστα σε υψηλά ποσοστά της Χρυσής Αυγής και η επέκταση της μαζικής ακροδεξιάς βίας στους δρόμους, όπως πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη, δείχνουν ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες σχετικοί ψηφοφόροι και οι πρωτοστάτες των επεισοδίων στα υποτιθέμενα πατριωτικά συλλαλητήρια δεν είναι παραπλανημένοι πολίτες αλλά συνειδητοί και σταθεροί στις επιλογές τους.
Πώς και γιατί όμως εδραιώθηκε η ακραία Ακροδεξιά σε μια κοινωνία με τόσες τραυματικές εμπειρίες, όπως η ελληνική;
Η εμφάνιση και η εδραίωση της Ακροδεξιάς, και μάλιστα αυτής με ευθείες ναζιστικές αναφορές, οφείλεται αρχικά στην εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και στη συνακόλουθη κατάρρευση του μεταπολιτευτικού δημοκρατικού οικοδομήματος. Ο αγανακτισμένος ανορθολογικός και απλοϊκός λόγος που κυριάρχησε στοχοποίησε ως υπαίτια της κρίσης τη μεταπολίτευση και τους θεσμούς της και αναπαρήγαγε νομιμοποιητικά την αντικοινοβουλευτική και αντιδημοκρατική κριτική που ασκούσε η, εκτός συστήματος όλη αυτή την περίοδο, Ακροδεξιά.
Επιπλέον, η απονομιμοποίηση του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους και η κατάρρευση των λειτουργιών του αφύπνισαν το αντιδραστικό παραδοσιοκρατικό απόθεμα που ενυπήρχε στην εγχώρια κοινωνία και είχε σχηματιστεί στη διάρκεια του προηγουμένου αιώνα εμποδίζοντας πολλές μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές απόπειρες. Παρόλο δε που στη μεταπολιτευτική περίοδο συντελέστηκαν πολλές πολιτικές και ιδεολογικές αλλαγές, παρέμεινε και παραμένει ακόμα κυρίαρχη η αντίληψη για ένα ελληνικό έθνος διωκόμενο σχεδόν από όλους, με ανεκπλήρωτα εθνικά δίκαια και διαρκές θύμα της ιστορίας. Είναι βέβαια γνωστό ότι η θυματοποίηση ενός έθνους πριμοδοτεί τον αμυντικό εθνικισμό, τη μήτρα αυτή των φασιστικών ιδεολογημάτων.
Τα σύγχρονα δε προβλήματα, όπως η εγκληματικότητα και η ανομία, η ανεργία και η διάψευση των προσδοκιών ενός καλύτερου μέλλοντος και κυρίως βέβαια η έκρηξη του Μεταναστευτικού, με όσα αυτό σημαίνει, βρίσκουν απλοϊκές και εύκολες απαντήσεις στο ακροδεξιό και εθνικιστικό υπόστρωμα ιδεών και αντιλήψεων και το ανατροφοδοτούν με τη σειρά τους και το ενισχύουν. Το ίδιο ισχύει και για τα απότοκα φαινόμενα της αέναης παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, όπως η ελεύθερη κίνηση ανθρώπων και κεφαλαίων, η χαλάρωση των συνόρων, η ρευστότητα των εθνικών και των άλλων ποικίλων ταυτοτήτων, τα οποία αυξάνουν την ανασφάλεια και εντείνουν την ανάγκη τού ανήκειν. Ο ακροδεξιός εθνικισμός είναι και πάλι ένα εύκολο και απλοϊκό καταφύγιο.
Η Ακροδεξιά όμως ενισχύεται και με τη σχετικοποίησή της. Οταν, στα πλαίσια της δημοκρατικής κοινοβουλευτικής διαπάλης, εύκολα και απερίσκεπτα, εγκαλείται ο πολιτικός αντίπαλος ως ακροδεξιός, τότε η ιδιότητα αυτή κανονικοποιείται και νομιμοποιείται στον δημόσιο βίο αποφορτισμένη από τα πολλαπλά συμφραζόμενά της.
Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός – κριτικός βιβλίου.