Scorse di limone και καφέ στρέτο. Οι οδηγίες του Γιάννη Τσεκλένη για τον τρόπο που απολαμβάνει τον εσπρέσο του αποκαλύπτουν έναν ευζωιστή: «Μία φλούδα λεμόνι, το σπας στον καφέ να απελευθερωθεί το αιθέριο έλαιο, το τρίβεις στην άκρη του ποτηριού και το πετάς μέσα. Ο ιταλός φίλος μου στο Little Italy στη Νέα Υόρκη μού είχε πει ότι έτσι έπιναν τον καφέ τους παλιά οι μαφιόζοι. Πίνω απόγευμα έναν τέτοιο καφέ όταν έχω φάει όμορφα. Μάλιστα, αν είμαι σε εστιατόριο και ζητήσω μία φλούδα λεμόνι, επιμένω πολύ σε αυτό. Η φλούδα, και όχι η φέτα λεμονιού, κάνει τη διαφορά».
Είχε δίκιο. Το ξινό άρωμα του εσπεριδοειδούς, το αψύ άρωμα του εσπρέσο φτιάχνουν μια δυνατή όμορφη σχέση. Μια μικρή χειρονομία, δηλαδή, από αυτές που αν τις προσθέσεις στην καθημερινότητά σου αλλάζεις τα ποσοστά ανίας που επιφέρουν η επανάληψη κινήσεων και η συνήθεια.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν χαρακτηρίζει τον Γιάννη Τσεκλένη, ο οποίος ετοιμάζει την έκθεσή του – αναδρομική και με συνοδεία καταλόγου – στον χώρο πολιτισμού Φουγάρο στο Ναύπλιο. Εκεί ανασύρει από το αρχείο του, που ο ίδιος δώρισε στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα, ρούχα, σχέδια, φωτογραφίες και αναμνήσεις. Γι’ αυτές μιλήσαμε στον χώρο Κανάρη 4 του Πελοποννησιακού Ιδρύματος. Αλλά και για τις πιθανότητες ανάπτυξης στη χώρα μας. Το φωτισμένο ανήσυχο μυαλό του επανέρχεται σε αυτές κάθε φορά που μιλά για το ασύμπτωτο φαινόμενο ελληνικής μόδας και κράτους.
ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ. «Υπάρχουν σήμερα εκπαιδευμένοι άνθρωποι να δημιουργήσουν μόδα. Δεν υπάρχει όμως πρωτογενής παραγωγή, καλά εργοστάσια υφασμάτων και ενδυμάτων δηλαδή. Για παράδειγμα, γίνεται τώρα ένα brand. Η καλή μου φίλη Μαρέβα Γκραμπόφσκι με τη Μιμίκα Κολοτούρα κάνουν μια θαυμάσια δουλειά με το ZEUS + ΔΙΟΝΕ. Αν πάνε την παραγωγή τους στα 5.000 κομμάτια, δεν μπορούν να τα φτιάξουν. Στα 200 κομμάτια αυτό γίνεται. Στα παραπάνω, ούτε το μετάξι θα τους καλύψει (σήμερα παράγονται περίπου 25.000 μέτρα) ούτε η ραφή ούτε η παραγωγή μπορεί να είναι ποιοτικά ελεγμένη. Γιατί; Γιατί έκλεισε το σύμπαν πίσω μας».
Επομένως, αυτή η ανάπτυξη που τόσο επιδιώκουμε σήμερα δεν υπάρχει στον χώρο του ενδύματος; «Η Ελλάδα που ήταν μια βελονοχώρα έπρεπε να αναπτυχθεί πολύ έντονα στην ελαφρά μεταποίηση. Είχε τις ελπίδες να αποκτήσει ταυτότητα στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τότε που υπήρχε σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Αυτή η μεταποίηση που είχε και τεχνογνωσία θα μπορούσε να αναπτυχθεί με ελληνικά ονόματα. Το 1988 είχαμε εξαγωγές με τζίρο 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν το 50% αυτού του τζίρου ήταν branded, θα ανέβαινε στα 8 δισ. Και σήμερα θα βλέπαμε τον τουρισμό να βρίσκεται πολύ πίσω οικονομικά. Ο τουρισμός μάς κοστίζει, τον πληρώνουμε. Ενώ με τη μόδα θα κερδίζαμε. Αλλά, βλέπετε, το κράτος ποτέ δεν έδωσε ενθαρρύνσεις στο κέρδος, την προστιθέμενη αξία. Επιβράβευε αριθμητικά. Μόνο νούμερα εξαγωγών. Ομως κάποιοι έκαναν εξαγωγές με ζημιές για να λάβουν το 25% της επιδότησης. Ή απλά δεν βασανίζονταν, δεν μάτωναν για να ανοίξουν τις αγορές».
Ο Γιάννης Τσεκλένης δείχνει τα έργα του, σχέδια στο χαρτί, ρούχα φορεμένα σε κούκλες μανεκέν, φωτογραφισμένα ως τεκμήρια των λόγων του που γίνονται πράξεις. Η μνημοτεχνική του ικανότητα και η δεινότητά του στην αριθμητική συναρμολογούν την παρέλαση επιτυχημένων γεγονότων στο εξωτερικό (στιγμές θριάμβου στην Αμερική και στο Λονδίνο), τραγελαφικών επεισοδίων στο εσωτερικό. «Το 1982 στις 5 Φεβρουαρίου ο Ανδρέας Παπανδρέου καταργεί τις σχολικές ποδιές. Είχε την πρόθεση να επιτρέψει στους δεκαοκτάρηδες να ψηφίζουν και ήθελε να κάνει κάτι γι’ αυτά τα νέα παιδιά που θα ψήφιζαν για πρώτη φορά μόλις τελείωναν το σχολείο στον επόμενο γύρο εκλογών. Με αυτήν την απόφασή του λοιπόν έκλεισε 120 βιομηχανίες. Εμένα τότε με έπιασε με 320.000 μέτρα ύφασμα για ποδιές. Μπλε, ειδικής παραγωγής, πανάκριβο, ούτε εξαγωγή δεν μπορούσα να το κάνω στη Σαουδική Αραβία όπου φορούσαν ποδιές. Η απάντηση του υπουργού Παιδείας τότε, του Λευτέρη Βερυβάκη, ήταν δηλωτική της αντιμετώπισης που είχαμε: “Βρε αθεόφοβοι, από τώρα είστε έτοιμοι; Φεβρουάριο μήνα για Αύγουστο;”. Μα η αγορά της ποδιάς ήταν ένα εκατομμύριο διακόσιες πενήντα χιλιάδες κομμάτια. Πώς λοιπόν θα γινόταν η παραγωγή τους ώστε έγκαιρα να έφταναν στα καταστήματα; Αυτή η άγνοια χτυπά μπούμερανγκ την επιχειρηματικότητα.
Τώρα είμαστε σε ένα πολύ κακό μηδέν. Προ διμήνου έβγαινε σε πλειστηριασμό το Νο 1 εργοστάσιο ντένιμ σε όλη την Ευρώπη. Ηταν ελληνικό, στη Βόρεια Ελλάδα, και οι ιδιοκτήτες του, η οικογένεια Ακά, είχαν κάνει μια μονάδα με απόλυτη εξειδίκευση, εξαιρετικής ποιότητας. Δεν το πήρε κανείς, γιατί έχει απαξιωθεί η ελληνική υφαντουργία. Υστερα είναι και τα στελέχη που χρειάζεται χρόνος για να τα δημιουργήσεις. Επίσης πρέπει να είναι ανοιχτή η αγορά για να διαθέσεις την παραγωγή σου. Ολα αυτά χρειάζονται χρόνο. Το τρένο πέρασε, στάθηκε και έφυγε».
Εκείνος που οσμίστηκε τον ερχομό της νέας εποχής και τη σχολίαζε με τα σχεδιασμένα μεταξωτά και βελούδινα υφάσματά του ήδη από τη συλλογή του 1968, όταν εμπνεύστηκε από τον πίνακα του Ελ Γκρέκο «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», παρακολουθεί τις προσπάθειες των νέων δημιουργών σαν άτυπος προπονητής τους για να δώσει τη γνώμη του, πολύτιμη και δουλεμένη από την εμπειρία του, σε όποιον του το ζητούσε.
«Ο αέρας της εποχής τώρα πια διδάσκεται. Σήμερα έχουμε ενημερωμένα ταλέντα. Η τεχνολογία του Ιντερνετ, η γρήγορη πληροφόρηση, ο βομβαρδισμός εικόνων βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν τη σχέση τους με την τέχνη και έτσι διαπλάθουν το γούστο τους. Στην εποχή μου, τον αέρα του καινούργιου έπρεπε να τον μυρίζεις σαν σκύλος. Τώρα στην Ελλάδα ανακαλύψαμε και το ντιζάιν. Ομως θεωρώ ότι ντιζάιν και ελληνική βιομηχανία μεταποίησης είναι δύο κόσμοι με ανέραστη σχέση. Ούτε καν φλερτ δεν έχουν. Γιατί οι έλληνες βιομήχανοι δεν πίστεψαν ποτέ στο ελληνικό ντιζάιν.
Οι σχεδιαστές κάνουν όμορφα πράγματα. Δεν με ξενίζει ότι θα μπορούσαν να τα έκαναν και σε μεγάλες ποσότητες, αν είχαμε τη δυνατότητα παραγωγής και μεγάλες εξαγωγές. Θα μπορούσαμε να κάνουμε θεματικές επιλογές με μεγάλη ποικιλία για να πουλήσουν στον παγκόσμιο χώρο ιδέες και όχι ελληνοφανή θέματα. Δεν θεωρώ σωστό να δημιουργήσουμε έθνικ μόδα. Το έθνικ έχει έναν κύκλο ζωής στα πέντε χρόνια. Μπορεί να γίνουμε βαρετοί, φολκλόρ, με αντικείμενα που προορίζονται σε καταστήματα με τουριστικά σουβενίρ. Η ZEUS + ΔΙΟΝΕ κάνει ακριβά πράγματα, αλλά δεν πρέπει να κουράσει και πρέπει να προχωρήσει πιο πέρα. Η Μαίρη Κατράντζου που πήγε στο Λονδίνο, εάν δούλευε κάθε σεζόν με ελληνικά θέματα, δεν θα έκανε τίποτα. Δουλεύει με ό,τι ενδιαφέρει σήμερα το παγκόσμιο κοινό και κάποια στιγμή – όπως η περσινή της καλοκαιρινή συλλογή – επιστρέφει στα ελληνικά».
ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΤΑΜΠΟΥ Και η αισθητική; Τι βαθμό βάζει ο ίδιος στο γούστο μας; «Η μόδα είναι ταμπού ακόμη. Την αντιμετωπίζουν σαν να αφορά τα σχολιαστικά έντυπα, τρεις κουνιστούς και σαν να πρόκειται για σαχλαμαρίτσα που αφορά τις γυναίκες. Το 1988 βρισκόμασταν στη 12η θέση υφαντουργικών εξαγωγών. Μετά το 1992 άρχισε η πτώση της αποβιομηχάνισης, χωρίς στρατηγική, γιατί όλοι ήταν χωρίς ταυτότητα, brandless. Και οι σημερινοί κυβερνώντες επίσης δεν έχουν καταλάβει ότι η μόδα είναι μια μεγάλη οικονομική δύναμη. Οταν έγινε ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, ανέβασα στο Facebook ανοιχτή επιστολή που απευθυνόταν στον Γιώργο Σταθάκη, την Ελενα Κουντουρά και τον Γιάννη Δραγασάκη. Τους εξέθετα αυτά που λέω και τώρα για τη βιομηχανία της μόδας, τονίζοντας ότι είναι κρίμα γιατί υπάρχουν ταλέντα, μικρές βιοτεχνίες που θα μπορούσαν να μεγαλώσουν, αρκεί να χαραχτούν στρατηγικές. Και ότι επιτέλους ας μιλήσουμε γι’ αυτό. Δεν συνέβη τίποτα. Μόνο ότι η ανοιχτή επιστολή είχε 1.500 κοινοποιήσεις. Τώρα, όταν πηγαίνω σε εκθέσεις για το ντιζάιν, απλά βλέπω νέα παιδιά που όλο κάνουν αντικείμενα για τα μαγαζιά των ξενοδοχείων. Αυτά…».