Δεν συγκαταλέγομαι σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι όλα τα δεινά του κόσμου ξεκίνησαν με την έλευση του Διαδικτύου. Πολύ πριν δοθεί στον καθένα μας η ευκαιρία να γράφει το μακρύ του και το κοντό του επί παντός επιστητού, η αυτοδικία έκανε θραύση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Οι φωτογραφίες με τα θύματα της Κου Κλουξ Κλαν – και περιχαρείς πολίτες τριγύρω τους – στοιχειώνουν ακόμη όσους τις έχουν δει. Στη Νότια Αφρική κάποτε ήταν της «μόδας» το περιδέραιο – ένα ελαστικό αυτοκινήτου που το περνούσαν κολάρο στον δύσμοιρο κι έπειτα του έβαζαν φωτιά. Ακόμη και σήμερα, στη Νότια Αμερική ή στην Κεντρική Ασία, μπορούν να σε κάψουν ζωντανό και μόνο με την υποψία ότι έκλεψες ένα πορτοφόλι (και τι αβάσταχτη τραγική ειρωνεία όταν, κατόπιν εορτής, αποδειχτεί ότι… δεν το έκλεψες). Ούτε η γλυκιά μας πατρίδα έμεινε αμέτοχη από το άγριο πλιάτσικο της αυτοδικίας – ιδίως σε εποχές, όπως στην Κατοχή και στον Εμφύλιο Πόλεμο, όπου η αυτοδικία μπορούσε κάλλιστα να μεταμφιεστεί σε ιδεολογική άποψη· μαζί με τον «κομμουνιστή» ή τον «ταγματασφαλίτη» να πάρει σβάρνα και τον δυστυχή που σου χρωστάει το νοίκι ή τον μορφονιό που σου έφαγε την γκόμενα.
   Το καλοκαίρι του 2006 βρέθηκα στην Τεγκουσιγκάλπα, την πρωτεύουσα της Ονδούρας, προσκεκλημένος της τοπικής αποστολής των Γιατρών χωρίς σύνορα. Με τη Μάργκαρετ, μια εξηντάρα από την Αριζόνα, συντονίστρια της αποστολής, είχα μια μακρά συζήτηση γύρω από την απαγόρευση ή μη της κατοχής όπλων από τους πολίτες. Η Μάργκαρετ μού εξήγησε ότι στις ΗΠΑ η κατοχή όπλων είχε μεγάλη παράδοση, από τα χρόνια του αγώνα κατά των Βρετανών. Της είπα ότι αντίστοιχη παράδοση δεν έχουμε στην Ελλάδα – εάν εξαιρέσεις την Κρήτη – και πρόσθεσα: «Με μια συλλογιστική που ίσως σου φανεί υπερβολικά απλοϊκή, θα σου έλεγα ότι αν δώσεις σε ένα δωδεκάχρονο μια σφεντόνα, το πολύ πολύ να σου βγάλει το μάτι. Με ένα Ούζι, θα σε στείλει στα θυμαράκια». Σήμερα, πάνω από μια δεκαετία από εκείνη τη συζήτηση, έχω την αίσθηση ότι το Διαδίκτυο προφανώς και δεν ευθύνεται για την ίδια την αυτοδικία, αλλά έκανε ακριβώς αυτό: έδωσε στο δωδεκάχρονο ένα Ούζι.
    Οσοι ενασχολούνται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδίως με το Facebook (πάνω από τον μισό πληθυσμό της χώρας), είναι εξοικειωμένοι με μια διεστραμμένη σεμνοτυφία, εάν δεν είναι εν μέρει οι ίδιοι υπεύθυνοι για την επιβολή της. Στο Facebook διώκεσαι διά ροπάλου εάν αναρτήσεις ένα βυζί – ακόμη και από ζωγραφικό πίνακα! – αλλά μπορείς ανεμπόδιστα να υμνείς την αυτοδικία και να διαδίδεις τη ρητορική του μίσους, παρότι το κόμμα σου πιθανόν να έχει εξοβελιστεί από το Facebook ακριβώς επειδή υμνεί την αυτοδικία και τη ρητορική του μίσους (ως γνωστόν, η αποβολή της Χρυσής Αυγής δεν συνοδεύτηκε από την αποβολή των οπαδών της· αμέτρητοι μεμονωμένοι χρυσαυγίτες αλωνίζουν). Η αλυσιδωτή αντίδραση οδήγησε τον χειμαζόμενο κίτρινο Τύπο στο αυτονόητο συμπέρασμα: εάν δεν ήθελε να βάλει λουκέτο, θα έπρεπε να παίξει κι αυτός μπάλα στο γήπεδο της αυτοδικίας. Ετσι, εκεί που παλαιότερα βλέπαμε αραιά και πού κανένα πρωτοσέλιδο να υμνεί την αυτοδικία και το εκλαμβάναμε ως «υπερβολή» ή ως «παρεκτροπή», τώρα το βλέπουμε σχεδόν καθημερινά, ως αναπόσπαστο τμήμα της νέας «κανονικότητας» που καλούμαστε να αποδεχτούμε. Το Διαδίκτυο μπορεί να μην εφηύρε την αυτοδικία, αλλά ευθύνεται αναμφίβολα για τη διασπορά της, από τη στιγμή που μας «εκπαίδευσε» ώστε να μη μας σοκάρει ή έστω να μη μας ξενίζει.