Κατά τη διάρκεια της βίαιης επίθεσης κατά του Ζακ Κωστόπουλου, οι περίπου 15 παριστάμενοι, με την εξαίρεση ενός, δεν παρενέβησαν για να αποσοβήσουν το κακό. Γιατί άραγε; Το ερώτημα μπορούμε να το απαντήσουμε επειδή τέθηκε πριν από αρκετά χρόνια στην Αμερική. Αν ανατρέξει κανείς στο αρχείο των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», θα βρει στο πρωτοσέλιδο της 27ης Μαρτίου του 1964 ένα ρεπορτάζ με τίτλο «37 μάρτυρες φόνου δεν κάλεσαν την αστυνομία», που αναφέρεται στη διαβόητη υπόθεση του φόνου της Κίτι Τζενοβέζε και αποτέλεσε ένα από τα καθοριστικά γεγονότα στην ιστορία της κοινωνικής ψυχολογίας.  Το ρεπορτάζ είχε περίπου ως εξής: Τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Μαρτίου του 1964, στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, 38 μάρτυρες άκουσαν τις κραυγές μιας άτυχης γυναίκας που έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και επανειλημμένων μαχαιρωμάτων. Χρειάστηκαν 30 ολόκληρα λεπτά μέχρι ένας ανώνυμος πολίτης να πάρει τηλέφωνο την αστυνομία, όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Παρόλο που σήμερα έχει ανασκευαστεί η ιστορία (ήταν λιγότεροι οι μάρτυρες, από τους οποίους αρκετοί νόμιζαν ότι πρόκειται για καβγά μεθυσμένων και όχι για έγκλημα), εκείνη την περίοδο στάθηκε η αφορμή για να αλλάξει το σύστημα κλήσης για υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης στις Ηνωμένες Πολιτείες (δημιουργήθηκε το γνωστό σύστημα κλήσης 911), αλλά και να ξεκινήσει η μελέτη ενός από τα ευρέως μελετημένα κοινωνιοψυχολογικά φαινόμενα: του φαινομένου του αμέτοχου παρατηρητή.
Κλασικό στάθηκε το ερευνητικό πρόγραμμα των Latané και Darley.  Σε ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες, οι συμμετέχοντες στις έρευνές τους καλούνταν να προστρέξουν σε βοήθεια υπό διαφορετικά σενάρια παρουσίας άλλων ανθρώπων. Για παράδειγμα, σε έρευνα του 1968, οι συμμετέχοντες οδηγήθηκαν να πιστέψουν ότι ένα άτομο σε διπλανό δωμάτιο έπαθε επιληπτική κρίση. Αν παράλληλα οδηγήθηκαν να πιστέψουν ότι ήταν μόνοι τους στον ευρύτερο χώρο, προσέτρεξαν σε βοήθεια σε ποσοστό 85%. Αν πίστευαν, όμως, ότι υπήρχαν άλλα δύο άτομα παρόντα, το ποσοστό έπεφτε στο 62%, ενώ αν πίστευαν ότι ήταν άλλα τέσσερα άτομα παρόντα, το ποσοστό έπεφτε στο 31%. Τα ευρήματα αυτά έχουν αναπαραχθεί επανειλημμένα με διαφορετικά σενάρια και σε πλήθος ποικίλλων συνθηκών. Οι βασικοί ψυχολογικοί μηχανισμοί που έχουν διαπιστωθεί για την εξήγηση αυτού του φαινομένου, μετά από εκτενείς μελέτες, είναι η διάχυση της ευθύνης, ο φόβος της κοινωνικής αδεξιότητας και η κοινωνική επιρροή. Με απλά λόγια, επειδή πιστεύουμε ότι δεν είναι μόνο δική μας ευθύνη να βοηθήσουμε, επειδή φοβόμαστε ότι θα φανούμε ανόητοι αντιδρώντας υπερβολικά ή επειδή κοιτάμε τους γύρω μας για να αξιολογήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης, συχνά ολιγωρούμε και δεν αντιδρούμε. Αυτή η ολιγωρία αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των παρισταμένων και μπορεί εν τέλει να κοστίσει ανθρώπινες ζωές.
Αισιόδοξο είναι ότι στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ φοιτητές που είχαν παρακολουθήσει εισαγωγικό μάθημα Ψυχολογίας που περιλάμβανε την ανάλυση του συγκεκριμένου φαινομένου, παρενέβησαν για να αποτρέψουν την αυτοκτονία συμφοιτητή τους γιατί συνειδητοποίησαν ότι αν δεν το έκαναν οι ίδιοι, δεν θα το έκανε κανένας. Το γεγονός ότι μόνο η απλή γνώση του φαινομένου μπορεί να ευαισθητοποιήσει τους παρισταμένους σε μια κατάσταση ανάγκης έχει ελεγχθεί και πειραματικά. Σε έρευνα του Beaman και συνεργατών του το 1978, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αποφασίσουν αν πρέπει να βοηθήσουν ένα άτομο που βρισκόταν στο έδαφος, δίχως να είναι σίγουροι αν χρειαζόταν τη βοήθειά τους. Από όσους παρακολούθησαν μια διάλεξη πάνω στην έρευνα των Latané και Darley δύο βδομάδες πριν, το 43% προσέτρεξε σε βοήθεια, σε αντιδιαστολή με το 25% από όσους είχαν παρακολουθήσει μια διάλεξη με άσχετο περιεχόμενο.
Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι η γνώση που περνάει αυτό το σύντομο άρθρο αρκεί για να αυξήσει το επίπεδο ευαισθητοποίησης στην επόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης που θα αντιμετωπίσετε. Καμιά φορά η ζωή των συμπολιτών μας μπορεί να εξαρτηθεί από αυτό.
Ο Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.