To βίντεο διαρκεί ακριβώς τρία λεπτά. Ανοίγει με τον 68χρονο κοσμηματοπώλη να ακολουθεί την καθιερωμένη πρωινή του ρουτίνα. Σηκώνει το μεταλλικό ρολό, μπαίνει στο κατάστημα, πιέζει αμέσως το κουμπί δεξιά που απενεργοποιεί τον συναγερμό, ελέγχει μηχανικά ότι η γυάλινη πόρτα έχει κλείσει, κατεβάζει ξανά μέχρι τα μισά το ρολό και κατευθύνεται προς τον πάγκο. Είναι 8.45 το πρωί, είναι 11 Σεπτεμβρίου του 2013, βρισκόμαστε στη Νίκαια της Γαλλίας, στο κοσμηματοπωλείο La Turqoise. Η γυάλινη πόρτα σπάει από τις κλωτσιές ενός κουκουλοφόρου. Ακολουθεί ένας συνεργός του, οπλισμένος. Ο πρώτος ρίχνεται πάνω στον κοσμηματοπώλη, τον χτυπάει βίαια, φωνάζει, απαιτεί να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο. Εκείνος υπακούει. Ο ένας ληστής απειλεί, ο άλλος γονατίζει και μεταφέρει γρήγορα το περιεχόμενο στο σακίδιό του. Δύο κιλά χρυσός, 12.000 ευρώ σε μετρητά. Ο ένοπλος αρπάζει μερικά ακόμα κοσμήματα από τις βιτρίνες, τα χώνει στις τσέπες, νεύει στον συνεργό του. Τρέχουν έξω και ανεβαίνουν σε ένα σκούτερ. Εχουν περάσει ακριβώς 2′ και 43”. Περνούν ακόμα επτά δευτερόλεπτα. Ο κοσμηματοπώλης επανεμφανίζεται. Κρατάει ένα ημιαυτόματο όπλο. Πλησιάζει γρήγορα το μεταλλικό ρολό, γονατίζει. Ακόμα τρία δευτερόλεπτα. Η κάμερα πιάνει την πίσω ρόδα του σκούτερ που απομακρύνεται. Ο κοσμηματοπώλης, ο Στεφάν Τουρκ, ένας πολιτογραφημένος Γάλλος γεννημένος στη Βηρυτό, πυροβολεί μία, δύο, τρεις φορές. Τέλος του βίντεο. Μερικά μέτρα πιο πέρα, ο 19χρονος Αντονί Ασλί κείται νεκρός, χτυπημένος από μια σφαίρα στην πλάτη. Ηταν ο συνοδηγός στο σκούτερ. Ο Τουρκ θα υποστηρίξει πως είχε στραφεί και τον απειλούσε με το όπλο. Θα επικαλεστεί το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα. Τον είχαν ληστέψει και την προηγούμενη χρονιά, η αστυνομία «δεν είχε κάνει τίποτα». Σκληρή Δεξιά και Ακροδεξιά σπεύδουν να τον υπερασπιστούν. Μέσα σε λίγες ημέρες, μία σελίδα «στήριξης του κοσμηματοπώλη της Νίκαιας» συγκεντρώνει στο Facebook 1,3 εκατομμύρια likes. Μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, ανάμεσά τους ο δεξιός δήμαρχος και ο δεξιός περιφερειάρχης, διαδηλώνουν στη Νίκαια φωνάζοντας «όχι στα σκουπίδια, ναι στα σκάγια». Στα σόσιαλ μίντια, πολλοί συγχαίρουν τον Τουρκ, εκφράζουν τη λύπη τους που δεν σκότωσε και τον άλλο ληστή – ο οποίος συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε. Η Γαλλία διχάζεται. Και μετά ξεχνάει. Τον περασμένο Μάιο, ο Στεφάν Τουρκ καταδικάστηκε από σώμα ενόρκων σε πέντε χρόνια φυλάκιση με αναστολή.
Αλλά όχι, όχι, αυτή η ιστορία δεν μοιάζει με τη δική μας.
Στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, στον βαθύ αμερικανικό Νότο, άνοιξε τον περασμένο Απρίλιο ένα μνημείο εμπνευσμένο από το Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο και το Μουσείο του Απαρτχάιντ στο Γιοχάνεσμπουργκ. Εχει μια όμορφη ονομασία, Εθνικό Μνημείο για την Ειρήνη και τη Δικαιοσύνη, αλλά ουσιαστικά είναι ένα μουσείο λιντσαρίσματος, αφιερωμένο στους 4.400 και πλέον Αφροαμερικανούς που λιντσαρίστηκαν από όχλους λευκών ή εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στις ΗΠΑ, και δη στον αμερικανικό Νότο, από το 1877 έως το 1950. Στο επίκεντρό του βρίσκεται ένα ζοφερό περιστύλιο, 800 ατσάλινοι κίονες κρεμασμένοι, όσες και οι αμερικανικές κομητείες που πρωταγωνίστησαν σε αυτό το σκοτεινό κεφάλαιο, μαζί με τα ονόματά τους, και τα ονόματα των θυμάτων, στη συντριπτική τους πλειονότητα άγνωστα στο ευρύ κοινό, κάποιες φορές άγνωστα ακόμα και σήμερα στους πάντες, «ανώνυμα». Λίγο πιο πέρα, υπάρχουν φωτογραφίες, και ντοκουμέντα, και βάζα γεμάτα χώμα μαζεμένο από οικείους των θυμάτων στους τόπους των εγκλημάτων. Και τα «άλλοθι» των εγκλημάτων: Παρκ Μπανκς, λιντσαρίστηκε στο Μισισίπι το 1922 επειδή έφερε τη φωτογραφία μιας λευκής. Κέιλεμπ Γκάντλι, λιντσαρίστηκε στο Κεντάκι το 1894 επειδή «περπατούσε πίσω από τη σύζυγο του λευκού εργοδότη του». Ντέιβιντ Γουόκερ, λιντσαρίστηκε μαζί με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του το 1908 επειδή «μίλησε ανάρμοστα σε μια λευκή». Επειδή «διαμαρτυρήθηκε για τους υπερβολικά χαμηλούς μισθούς». Επειδή «αρνήθηκε να παραχωρήσει τη γη του σε λευκούς». Επειδή «ήπιε από το πηγάδι ενός λευκού». Επειδή «άρπαξε ένα παλτό μέσα σε ένα ξενοδοχείο». Δεν το έφτιαξε το κράτος, η πολιτεία, αυτό το μνημείο, το έφτιαξε μια ΜΚΟ. Και δεν υπήρχε, μέχρι τον περασμένο Απρίλιο, τίποτε ανάλογο στις ΗΠΑ, απολύτως τίποτα, λες και δεν έγιναν ποτέ αυτά, λες και δεν σηκώνει ακόμα το κεφάλι του το φίδι.
Αλλά όχι, όχι, αυτή η ιστορία δεν μοιάζει με τη δική μας.
Μιλάμε πολύ. Φωνάζουμε, δυνατά και ταυτόχρονα. Λίγο να σωπάσουμε. Οχι για να μείνουμε απαθείς, για να αφουγκραστούμε. Ακούγεται το δηλητήριο που διαχέεται, δεν πέφτει πια σταγόνα σταγόνα. Και μετά, μετά λόγου γνώσης, με λίγο χαμηλωμένα τα κεφάλια, γιατί δεν έχουμε δα και κάτι να νιώθουμε υπερήφανοι, να συζητήσουμε. Να συζητήσουμε για το πώς φτάσαμε στην Ελλάδα του 2018 να διχαζόμαστε για τις αυτοδικίες και τα λιντσαρίσματα. Μπας και διορθώσουμε κάτι. Γύρω ή μέσα μας. Το χρωστάμε στον Ζακ.