Δύο παιδιά απάγονται έστω και για λίγες ώρες. Η ένταση της αγωνίας (της χειρότερης που μπορεί να νιώσει ένας γονιός) δεν μετριέται με τη διάρκειά της. Η απαγωγή γίνεται στον ευρύτερο χώρο του σχολείου. Τα παιδιά ακολούθησαν τον άνθρωπο που τους είπε ότι είναι ο νέος τους δάσκαλος. Ηδη τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά, ωστόσο δύο είναι οι βασικοί τους άξονες. Είναι, τελικά, τόσο εύκολο να προσεγγίσει κάποιος άσχετος ένα δημοτικό; Δεν υπάρχει ασφάλεια; Κάποιος υπεύθυνος να έβλεπε τα παιδιά καθώς αποχωρούσαν με τον απαγωγέα; Από την άλλη, οι δάσκαλοι δεν θα έπρεπε από την πρώτη μέρα να επιστήσουν την προσοχή των παιδιών ώστε να μην εμπιστεύονται και να μην ακολουθούν κανέναν άγνωστο, ακόμη και αν τους έχει συστηθεί σαν δάσκαλος;
Οι απαγωγές παιδιών δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ανέκαθεν έδιναν τροφή για αστυνομικά και κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά σενάρια. Στα καθ’ ημάς, η ιστορία του μικρού Μπεν έχει πλέον περάσει στη λαϊκή μας μυθολογία.
Το περιστατικό όμως είναι μία ακόμη αφορμή να αναφερθώ στο πώς αντιμετωπίζουμε τα παιδιά σήμερα. Ακόμη και εμείς που δεν είμαστε γονείς. Παιδιά με αυτοκρατορικά ονόματα, μεγαλωμένα σαν τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας, στο επίκεντρο του οικογενειακού μικρόκοσμου, αλλά συγχρόνως τόσο προστατευμένα ώστε, τελικά, να είναι αποξενωμένα από την πραγματική ζωή. Αρα, υποψήφια θύματα κάθε απατεώνα. Καταλαβαίνω τους γονείς και το πόσο δύσκολο είναι να χειριστούν στην εποχή μας το αδιέξοδο της υπερπροστασίας. Καταλαβαίνω ότι η περιλάλητη παιδική αθωότητα έχει στεγανοποιηθεί μέσα στα χαμογελαστά καρέ των φωτογραφιών στα σόσιαλ μίντια, όπου υποτίθεται ότι είναι πιο ασφαλής. Και θυμάμαι εκείνο τον οκτάχρονο που, φέτος το καλοκαίρι στο νησί, τον είδαμε να κλαίει σπαρακτικά, πιασμένος από τα κάγκελα ενός σπιτιού. Σταματήσαμε αμέσως το αυτοκίνητο και πλησιάσαμε να δούμε τι συμβαίνει. Πίσω του στεκόταν μια χαμογελαστή κυρία από τις Φιλιππίνες. Ο μικρός σπάραζε γιατί οι γονείς του είχαν πάει για μία ημέρα στην Αθήνα.