Το ερώτημα που έθεσε η εφημερίδα που μας φιλοξενεί ήταν ένα από αυτά που με απασχόλησαν ιδιαίτερα στο πρόσφατο βιβλίο μου «Ποια Αριστερά;» (εκδόσεις Πόλις, 2017). Το συμπέρασμά μου, έπειτα από έντονο και αναστοχαστικό προβληματισμό, είναι ότι για τον ευρωπαϊκό χώρο το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα. Περνάει μέσα από τη συνολικότερη αναδιάταξη του προοδευτικού χώρου, που θα αποβλέπει στη σταδιακή οικοδόμηση μιας Νέας – πλουραλιστικής, δημοκρατικής και ρηξικέλευθης – Αριστεράς, η οποία μάλιστα πρέπει να οργανωθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών και να αντιμετωπίσει πειστικά την επαπειλούμενη ολιγαρχία των αγορών. Ειδικότερα:
Α. Σε μια τέτοια Αριστερά, ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας θα έχει ευλόγως πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι μόνον διότι σφράγισε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, συνδέοντας άρρηκτα δύο μεγάλα ιστορικά ρεύματα (δημοκρατικό και σοσιαλιστικό), αλλά και διότι πραγμάτωσε, μέσω του κοινωνικού κράτους, την πλέον προωθημένη εκδοχή της Δημοκρατίας.
Απαραίτητα, όμως, είναι και δύο άλλα ιστορικά ρεύματα της Αριστεράς, ο ευρωκομμουνισμός και η πολιτική οικολογία, διότι συνέβαλαν σημαντικά στην απελευθέρωση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων από τον δογματισμό, εμπλουτίζοντας με ιδεολογικές επεξεργασίες, πολιτικές πρωτοβουλίες και κινηματική δράση τη θεωρία και την πράξη του προοδευτικού χώρου.
Β. Ωστόσο, και οι τρεις αυτές πολιτικές δυνάμεις – και ιδίως η σοσιαλδημοκρατία – βιώνουν σήμερα μια βαθιά και σχεδόν υπαρξιακή κρίση. Δεν «ήκουσαν την βουή των επερχόμενων γεγονότων», βρέθηκαν ανέτοιμες να επιβάλουν την πρωτοκαθεδρία του πολιτικού στις νέες παγκοσμιοποιημένες εξελίξεις, έμειναν περιχαρακωμένες σε έναν ιδιότυπο πολιτικό επαρχιωτισμό και υπέστησαν πολλαπλές ιδεολογικές μεταλλάξεις, προσπαθώντας να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα. Σε κάποιες δε περιόδους αποκόπηκαν πλήρως από τη λαϊκή τους βάση, ενδίδοντας στην «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» και στον «καθεστωτισμό».
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι μια ευκαιριακή εκλογική συμμαχία φθινουσών και αποπροσανατολισμένων δυνάμεων αλλά μια γενναία διαλεκτική υπέρβασή τους. Για γίνει όμως αυτό, πρέπει να τεθούν και να υπηρετηθούν απαρέγκλιτα δύο αλληλένδετοι στόχοι: από τη μια η επιστροφή και η αναβάπτιση στις ρίζες της πλούσιας ιδεολογικής και πολιτικής κληρονομιάς της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (στην οποία βέβαια εντάσσεται και η ιστορική σοσιαλδημοκρατία) και από την άλλη η στροφή προς το μέλλον, δηλαδή προς ριζικά ανανεωμένες προγραμματικές επεξεργασίες, που θα βασίζονται σε μια σύγχρονη και αδογμάτιστη ανάγνωση – αλλά και διήθηση – της σημερινής διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής πραγματικότητας.
Γ. Υπάρχουν όμως και δυνάμεις που δεν είναι συμβατές με μια τέτοια Αριστερά. Ειδικότερα, σε ένα τέτοιο εγχείρημα δεν είναι δυνατόν να συνυπολογίζονται ούτε οι πάσης φύσεως θιασώτες της «δικτατορίας του προλεταριάτου» και του σταλινικού ολοκληρωτισμού αλλά ούτε και οι ποικίλες εκφάνσεις του πολιτικού ερμαφροδιτισμού, οι οποίες κατά κανόνα δομούνται γύρω από ιδιοτελείς προσωπικές επιδιώξεις, συγκροτώντας ένα «χύμα» και επαμφοτερίζον «κέντρο».
Δ. Αφησα για το τέλος ένα μεγάλο ερωτηματικό, που δεν επιδέχεται εύκολες και επιδερμικές απαντήσεις: είναι συμβατή με ένα τέτοιο εγχείρημα η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά;
Εν πρώτοις πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτός ο χώρος, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του, είναι απότοκος της κρίσης των προαναφερθέντων παραδοσιακών ρευμάτων της Αριστεράς. Προέκυψε περισσότερο σαν δύναμη αντίδρασης παρά σαν οργανωμένη και συστηματική πολιτική πρωτοβουλία.
Κατά δεύτερον, η Αριστερά αυτή δεν είναι ενιαία, ούτε ως προς τις ιστορικές καταβολές της ούτε ως προς τον πολιτικό λόγο της ούτε ως προς τη δράση της. Το κύριο δε χαρακτηριστικό της δεν είναι, κατά την άποψή μου, ο λαϊκισμός, όπως λέγεται συχνά, αλλά ο αριστερισμός, που εκφράζεται κατά κανόνα με μαξιμαλιστικές και ανερμάτιστες πολιτικές θέσεις και προτάσεις, ερήμην των εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών δεδομένων. Υπάρχουν βέβαια, λιγότερο ή περισσότερο, και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά σε αυτήν την Αριστερά. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι το να καλύπτονται με τον όρο λαϊκισμός όλες οι παθολογικές πολιτικές συμπεριφορές, υπάρχει μια απόσταση. Και η απόσταση αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν πολλές από τις αντιλαϊκιστικές κορόνες υποκρύπτουν μια εγγενή πολιτική απέχθεια, ιδίως των «τεχνικών της εξουσίας», απέναντι στον ίδιο τον λαό και τη λαϊκή κυριαρχία.
Η θέση μου λοιπόν είναι ότι δεν υπάρχει μια συνολική απάντηση. Είναι άλλο η ανοιχτόμυαλη σουηδική και η ευέλικτη πορτογαλική ριζοσπαστική Αριστερά, για παράδειγμα, και άλλο το εκτός τόπου και χρόνου κόμμα του Μελανσόν. Εξαρτάται λοιπόν από το εάν και κατά πόσο μια τέτοια Αριστερά είναι διατεθειμένη να ξεφύγει από τη στείρα και ισοπεδωτική καταγγελτική συνθηματολογία και να εγκύψει στα σημερινά προβλήματα με τη στάση και την προσέγγιση μιας σοβαρής και υπεύθυνης πολιτικής δύναμης. Το μεγάλο ζητούμενο, εν κατακλείδι, δεν είναι να μετατραπεί σε σοσιαλδημοκρατία, όπως λέγεται συχνά, ελαφρά τη καρδία, αλλά να αποφασίσει να συνεισφέρει εποικοδομητικά το ακατέργαστο νέο πολιτικό ρίγος και σφρίγος που κομίζει, σε μια συνολική προσπάθεια αναζωογόνησης και αναδιοργάνωσης του σύγχρονου προοδευτικού χώρου.
Ε. Σε ό,τι δε αφορά τη χώρα μας, έχω υποστηρίξει επανειλημμένα (βλ. ενδεικτικά «ΤΑ ΝΕΑ», 9/5/2018) ότι ο παραπάνω προβληματισμός δεν μπορεί να μεταφερθεί μηχανιστικά, ερήμην των ιδιαίτερων συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί. Η πολιτική συμπόρευση, σε αυτήν τη φάση, μιας προβληματικής ριζοσπαστικής «Αριστεράς» (η οποία, πέραν των άλλων, επέλεξε να συναγελάζεται με τη λούμπεν Ακροδεξιά) και μιας επίσης προβληματικής «Σοσιαλδημοκρατίας» (που ντρέπεται, μεταξύ άλλων, να αναφέρει τον όρο σοσιαλισμός στον τίτλο της…) δεν προοιωνίζεται τίποτε άλλο παρά μια ακόμη πιο προβληματική πολιτική συμμαχία, που θα δυσφημήσει και θα υπονομεύσει έτι περαιτέρω κάθε έννοια «προόδου» και «Αριστεράς» στη χώρα μας. Ως εκ τούτου, ο όποιος σχετικός προβληματισμός μετατίθεται κατ’ ανάγκην μετά τις εκλογές. Συναρτάται δε στενά πρώτον με τις επιλογές που θα γίνουν ως προς τον σχηματισμό κυβέρνησης, δεύτερον με τις ειδικότερες σχετικές πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν συνολικά και τρίτον με το αν οι δύο χώροι θα προβούν επιτέλους, ο καθένας από τη μεριά του, στην από καιρό οφειλόμενη ειλικρινή, σκληρή και εκ βαθέων αυτοκριτική…
Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών