Ο τίτλος κανονικά θα έπρεπε να είναι βολεμένοι εξεγερμένοι, προτιμήσαμε όμως την «ουδετεροποίησή» του μόνο και μόνο γιατί είναι πιο εύηχη. Πώς καταλαβαίνουμε ότι μια κοινωνία έχει σαπίσει και, παρά τις προσδοκίες και τις ευχές που διατυπώνονται για μια αλλαγή, δεν πρόκειται να συμβεί το παραμικρό και η κοινωνία αυτή θα σέρνεται για δεκαετίες, όπως ακριβώς τα χρόνια της παρακμής που έχουν ήδη περάσει; Είναι μαθηματικά εξακριβωμένο ότι δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία μια κοινωνία που να άλλαξε με μέτρα, διατάξεις και νόμους, αλλά εξακολουθούμε να κωφεύουμε στην επιβεβαιωμένη αυτή αλήθεια ίσως γιατί οι δυσκολίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι απείρως λιγότερες παρά αν δεχτούμε ότι τότε μόνον αλλάζουν οι κοινωνίες όταν αλλάζουν πραγματικά οι ίδιοι άνθρωποι.
Χώρια που μέσα σε μια ατμόσφαιρα αστάθειας ή κρίσης αξιών φαίνεται να μπορούν να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους κυρίως όσοι καταγγέλλουν την ατμόσφαιρα αυτή και έτσι, αντί για υπονομευτές, γίνονται οι καλύτεροι συντηρητές της. Διερχόμαστε πάλι μια περίοδο απείρου κάλλους, παρακολουθώντας ανθρώπους όχι απλά θυμωμένους ή οργισμένους, αλλά πραγματικά εξεγερμένους εναντίον προσώπων και θεσμών, με μόνη διαφορά ότι η εξέγερσή τους, ακόμη κι αν δεν έχει κάποιους κερδοσκοπικούς λόγους, δεν πρόκειται να τους θίξει στο ελάχιστο σε όσα ήδη έχουν εξασφαλίσει – τόσο σε υλικά αγαθά όσο και σε αξιώματα. Αν κάτι μάθαμε χάρη στην αλήστου μνήμης και συχωρεμένη Αριστερά – της το οφείλουμε με όλο μας τον σεβασμό – είναι πως δεν είναι δυνατόν να εξεγείρεσαι πραγματικά και όχι εικονικά χωρίς την προοπτική ότι σίγουρα θα χάσεις και θα ζημιωθείς. Οτι δεν βάζεις το κεφάλι σου στον ντορβά, αν δεν είσαι αποφασισμένος να στερηθείς πρόσωπα που αγαπάς ή στοιχειώδεις της ζωής απολαύσεις.
Πώς γίναμε και γεμίσαμε με εξεγερμένους και σχεδόν επαναστάτες «εν ου παικτοίς» που επιπλέον έχουν μεταβάλει σε εύσημο και κοινωνική καταξίωση το να καταφέρονται κατά των πάντων, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά με το ότι μυρίστηκαν «ψητό», γι’ αυτό έχουν πολλαπλασιαστεί σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή, όσοι ακριβώς ξιφουλκούν για να διορθώσουν υποτίθεται τα κακώς κείμενα χωρίς βέβαια να διορθώνεται καν το παραμικρό. Επειδή ακριβώς δεν είναι το ζητούμενο η αλήθεια, παρά τα όσα λέγονται και γίνονται, δεν μπορεί να λάμψει – αυτό είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον -, έστω απλά να υπάρξει η αλήθεια, παρά μόνο όταν έχεις αποφασίσει να χάσεις με κόστος, εξακριβωμένα.
Διαφορετικά, ποιος ο λόγος να μη δείχνει ο καθένας εξεγερμένος – που είναι και της μόδας – και να επισύρει επιπλέον τη μομφή του βολεμένου, του εφησυχασμένου. Σφιχταγκαλιασμένοι, θα έλεγε κανείς, οι εξεγερμένοι μαζί με όσους δέχονται την επίθεσή τους έχουν γίνει προϋπόθεση οι μεν για τους δε, θυμίζοντας τη ρήση του παλαιού συντηρητικού αλλά συνετού πολιτικού που έλεγε «παίξε με κομμουνιστή να σε παίξω ακροδεξιό».