Μάτια ερμητικά κλειστά. Παράξενο συναίσθημα. Σαν απόδραση. Σήμερα είναι η τέταρτη χημειοθεραπεία. Ανθρωποι γύρω με φροντίζουν. Κλείνω τα μάτια. Μπορεί να κοιμηθώ.

Θα βρεθώ σε έναν ύπνο βαθύ, σαν από κάποιο παιδικό μεσημέρι μιας παρωχημένης μνήμης, τότε που η μάνα μου άνοιγε τα τριζάτα, δροσερά σεντόνια στη μισοσκότεινη κάμαρα για την καλοκαιρινή σιέστα.

Εναν ύπνο, όχι ακριβώς, ένα λήθαργο ίσως, που ζωντανός περιπλανιέσαι στις εικόνες που πάντα ζουν μέσα σου, σε έρωτες, σ’ αποχαιρετισμούς, σε τόπους, σ’ αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν αλλά δεν φεύγουν, σε λέξεις, σε ψιθύρους και σε δάκρυα, που πάντα θ’ ανεβαίνουν στα μάτια ορίζοντας τον τεθνεώτα χρόνο των ονείρων.

Τέταρτη χημειοθεραπεία. Κούραση. Αγαπημένα χέρια με ξάπλωσαν να κοιμηθώ. Δεν κοιμάμαι. Είμαι εντελώς καλά. Επιστρέφω. Γιατί πίσω από τα κλειστά μου μάτια, παραμονεύουν οι καταλυτικές στιγμές των αξεπέραστων συγκινήσεων, σαν να πρωτοβλέπω την ομορφιά του μέγα κόσμου που μας περιβάλλει, σαν να πρωτοσυναντώ τον έρωτα, το άγνωστο, μυστήριο στοιχειό, που καθαγίασε όλη μας τη νεότητα, σαν να πρωταγγίζω την τέχνη, τον λυτρωμό που σαν ένα χέρι μας τραβάει έξω από τη μιζέρια της ασήμαντης ζωής μας, και μας κάνει να μπορούμε να ορθώσουμε παράστημα μπροστά στο θείο, σαν να χάνομαι στη μνήμη, την αχανή σαν μια βαρκάδα στις θάλασσες του νου, που σε πάει στα πέρατα του κόσμου και έχεις τόσα μα τόσα πολλά να ξαναδείς και πόσα άραγε ακόμα, πίσω από τα δυο κλειστά σου μάτια που δεν μπορούν να κοιμηθούν.

Ακόμα όμως κι αν αποκοιμηθώ η φασαρία δεν θα πάψει, καθώς τότε τυλιγμένος στην κατάνυξη των ονείρων, θα ‘ρθουν να με βρουν παράδοξες εικόνες και πλάσματα και μουσικές για ένα ταξίδι στο παράλογο, το αλλόκοτο και το επισφαλές. Στο όνειρο εκεί που μπλέκεται η αλήθεια και η πλάνη. Μα ποιος γνωρίζει άραγε ποια είναι η αλήθεια με τα μάτια σου κλειστά. Οι άγιοι; Οι προφήτες; Σιωπή.

Ενα πελώριο εκκρεμές μετράει αργόσυρτα τις στιγμές μου στην άκρη του χάους.

Μάτια ερμητικά κλειστά, με καθρέφτες στις εσωτερικές πλευρές των βλεφάρων. Με βλέπω από μέσα να μιλώ, να γελώ, να τρέχω, να διορθώνω, να θυμώνω, σαν σε πρόβα, σαν σε μια παράσταση. Μια παράσταση που ήρθανε και συναντήθηκαν όλες οι μνήμες μου μαζί, που μπαινοβγαίνουν θεατρίνοι με ομπρελίνα και χάχανα, χρωματιστοί και πένθιμοι, στολισμένοι με βρώμικα τριαντάφυλλα, με γέλια, τραγούδια και θρήνους, πειράγματα και επιπλήξεις, με φτώχεια, χλιδή, αλαζονεία και θάνατο, με στρωμένα τραπέζια και ερημικά τοπία, όλα αυτά που φτιάχνω, όλα αυτά που ανάμεσά τους ζω αμέτρητα χρόνια τώρα και οργανώνουν γύρω μου την καθημερινότητά μου. Μια παράσταση σκληρά συναισθηματική, που η σκηνογραφία χλευάζει την αληθινή ζωή.

Με τα μάτια κλειστά είναι καλύτερα. Συνομιλώ με το σκοτάδι. Ηρεμία. Η γυναίκα μου διαβάζει και πού και πού τη νιώθω να κοιτάζει αν στάζει σωστά το φάρμακο. Ολα έξω από τις ταραγμένες μου σκέψεις μοιάζουν κανονικά.

Ισως κοιμηθώ. Περιμένω να ξανάρθουν τα όνειρα, προστατευτικά, παρήγορα. Να τους διώξουν όλους, να κλείσουν βιαστικά τις πόρτες και να με πάρουν να φύγω μαζί τους στον κόσμο που μ’ αφήνει να μην μεγαλώνω ποτέ. Γιατί μόνο εκεί η μάνα μου, κοπέλα, θα τρέξει να με διαβεβαιώσει πως δεν συνέβη τίποτα, ποτέ.

O Γιάννης Μετζικώφ είναι ζωγράφος, σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Υπήρξε μαθητής του Γιάννη Μόραλη και του Βασίλη Βασιλειάδη. Σε 35 χρόνια δουλειάς στο θέατρο έχει σκηνογραφήσει πλήθος παραστάσεων σε όλα τα κρατικά θέατρα και σε ιδιωτικούς θιάσους. Εχει δείξει την εικαστική του δουλειά σε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.