«Ουδείς θα μείνει χωρίς να ελέγχεται» σημείωνε κορυφαίος κοινοβουλευτικός παράγοντας αναφορικά με τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των δικαστικών λειτουργών από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής, που επανέρχεται στο προσκήνιο. Το σχετικό νομοσχέδιο, το οποίο θα προβλέπει τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των δικαστικών, αναμένεται άμεσα τις προσεχείς ημέρες, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές του Κοινοβουλίου, και θα εναρμονίζεται με το σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (του 2017). Η δικαστική απόφαση είχε ακυρώσει την κοινή υπουργική απόφαση (του 2016) για τον έλεγχο του πόθεν έσχες των δικαστικών, θέτοντας ρητά το πλαίσιο αρμοδιοτήτων με επίκεντρο ότι το επιφορτισμένο με τον έλεγχο όργανο πρέπει να συγκροτείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών ανώτατων δικαστηρίων.

Η απόφαση του ΣτΕ είχε προκαλέσει σφοδρή «κόντρα» με την κυβέρνηση, η οποία βρέθηκε τότε αντιμέτωπη με το σύνολο των δικαστικών και εισαγγελικών ενώσεων. Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο είχε «μπλοκάρει» ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις που επέβαλλαν σε όλους τους υπόχρεους δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και πέραν των δικαστικών να δηλώνουν μετρητά άνω των 15.000 ευρώ εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή σε θυρίδες, αλλά και κινητά αξίας άνω των 30.000 ευρώ που είχαν σπίτι τους.

ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ. Τώρα η κυβέρνηση επαναφέρει το θέμα του ελέγχου των πόθεν έσχες των δικαστικών και σύμφωνα με κοινοβουλευτικές πηγές το νομοσχέδιο θα συντάσσεται με το σκεπτικό του ΣτΕ, προβλέποντας πως όταν θα εξετάζονται οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των 5.000 και πλέον λειτουργών της Θέμιδος, της αρμόδιας επιτροπής θα προεδρεύει δικαστικός, ο οποίος θα προέρχεται από τη σύνθεση της επιτροπής (ο αρχαιότερος όσων δικαστικών μετέχουν σε αυτή).

Δεν αποκλείεται ακόμα να υπάρξουν και κάποιες οριακές αλλαγές στη συνολική σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Βουλής, η οποία σήμερα αποτελείται από 9 μέλη. Πρόεδρός της είναι η Τασία Χριστοδουλοπούλου, αντιπρόεδρος της Βουλής και πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας. Ακόμα διαθέτει ως μέλη έναν αρεοπαγίτη, έναν σύμβουλο Επικρατείας, έναν σύμβουλο Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον Συνήγορο του Πολίτη, τον υποδιοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, τον πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, καθώς και έναν βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη Κοινοβουλευτικής Ομάδας που μετέχει στην κυβέρνηση (από τον ΣΥΡΙΖΑ) και έναν βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη Κοινοβουλευτικής Ομάδας που δεν μετέχει στην κυβέρνηση (από τη ΝΔ).

Κατόπιν αυτού, η αρμοδιότητα της Επιτροπής Ελέγχου δεν θα εξαντλείται στα 900 και πλέον πολιτικά πρόσωπα (αρχηγούς κομμάτων, βουλευτές, ευρωβουλευτές, εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς/αναπληρωτές/υφυπουργούς, πρώην υπουργούς, πρώην πρωθυπουργούς, περιφερειάρχες, δημάρχους κ.λπ.), αλλά θα περιλαμβάνει και τους δικαστικούς. O έλεγχος θα είναι δειγματοληπτικός και η επιλογή θα γίνεται κλιμακωτά ανά δικαστική βαθμίδα. Οσον αφορά τη δήλωση μετρητών και κινητών περιουσιακών στοιχείων που δεν είναι κατατεθειμένα σε τράπεζες και θυρίδες, δεν αποκλείεται να υπάρξουν αναπροσαρμογές προς τα πάνω (στα 30.000 ευρώ και τα 40.000 ευρώ αντιστοίχως). Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου αναμένεται υπουργική απόφαση που θα εξειδικεύει τη διαδικασία ελέγχου των δικαστικών.

ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ. Η  αυτονόητη εφαρμογή της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το πόθεν έσχες των δικαστών αποτελεί και το όριο για οποιαδήποτε νομοθετική μεταβολή σε σχέση με την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Οπως σχολιάζουν δικαστικές πηγές στα «ΝΕΑ», ουδέποτε οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί αρνήθηκαν να ελεγχθεί το πόθεν έσχες τους, αλλά  παραπέμπουν για τους όρους και τις προϋποθέσεις στην απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, θυμίζοντας ότι με βάση αυτή ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται από επιτροπή που την πλειοψηφία έχουν δικαστές.

Το θέμα, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του συνδικαλισμού και ανάγεται ευθέως στην υποχρέωση της εκτελεστικής εξουσίας να εφαρμόζει τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων. Πολύ περισσοτερο, προσθέτουν, όταν οι αποφάσεις αυτές φέρουν τη σφραγίδα της Ολομέλειας του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας.