Το βίντεο με τα τελευταία ζωντανά λεπτά του Ζακ Κωστόπουλου παίζει σε επανάληψη στα δελτία ειδήσεων. Κάθε μέρα καθόμαστε στον καναπέ, ανοίγουμε τον ήχο για να ακούσουμε καθαρά τις φωνές και κοιτάμε πιο προσεκτικά. Κρατούσε τελικά μαχαίρι; Του σκίζουν τα τζάμια της βιτρίνας τον λαιμό; Πόσες φορές τον χτύπησαν στο κεφάλι; Μετράμε και ξαναμετράμε. Μερικοί αργότερα το γκουγκλάρουν. Τόσες φορές και ακόμη δεν αρκούν, πρέπει να το ξαναδούν. Ενίοτε ψηφίζουν σε γκάλοπ που διοργανώνουν μεγάλοι ή μικρότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί. Και εκεί δεν έχει σημασία τόσο η απάντηση, αλλά η ερώτηση. Αξιζε να πεθάνει;

Η αποκτήνωση ξεκινάει από την παρατήρηση. Εστω ότι ήσουν εκεί. Αντί να μπεις στη μέση, να σταματήσεις τα χτυπήματα, έμεινες βιδωμένος στη θέση σου, παρακολουθώντας τη συνέχεια. Ισως σου θύμισε αμερικανική αστυνομική ταινία, που δυο κλωτσιές παραπάνω δεν σκότωσαν ποτέ κανέναν. Ισως, αντί να βοηθήσεις, σήκωσες το κινητό και πάτησες το rec. Βοήθησες κι έτσι, θα πεις. Δεν αντιλέγω – μπορεί να μη μαθαίναμε ποτέ τι είχε συμβεί. Είναι όμως τα δικά σου πλάνα που παίζουν σε λούπα όλη μέρα, κάθε μέρα, παντού. Είναι τα δικά σου πλάνα που μας αποδεικνύουν πως ένας καταβεβλημένος οργανισμός μπορεί να μην αντέξει το ξύλο. Είσαι εσύ που μας έμαθες πώς γίνεται.

Η αποκτήνωση τελειώνει στην απάθεια. Εστω ότι δεν ήσουν εκεί. Δεν ήσουν στη Γλάδστωνος. Δεν ήσουν στο Κερατσίνι. Δεν ήσουν στη Μαρφίν. Δεν ήσουν πουθενά, σε κανένα από τα συλλογικά μας εγκλήματα. Βάζεις τα δυνατά σου, προσπαθείς να βγάλεις από το μυαλό σου τη σκέψη «τα ‘θελε κι αυτός». Την αντικαθιστάς με μια άλλη. «Λογικό, έτσι που γίναμε». Γυρνάς το κανάλι, πέφτεις σε ρεπορτάζ για τη Μόρια. Να σου πάλι η ερώτηση. Αξίζει κανείς να ζει έτσι; Αξίζει σε μια γυναίκα να τραβάει τέσσερις σύρτες για να χρησιμοποιήσει μια κοινόχρηστη, βρώμικη τουαλέτα; Αξίζει σ’ ένα παιδί να μένει έγκλειστο σε στρατόπεδο; «Τα ‘θελαν κι αυτοί». «Λογικό, έτσι που γίναμε».

Φέτος κλείνουν δέκα χρόνια βίας, από τον Δεκέμβριο του 2008. Ενας κύκλος άγριας ευχαρίστησης που μας έθισε στην ακρότητα και μας χώρισε σε στρατόπεδα. Χωρίς συμψηφισμούς. Κάθε χέρι ξύλο και κάθε θύμα έχει τη δική του ιστορία, την δική του εποχή. Μετά σιωπή και πάλι από την αρχή, μέχρι να βρεθεί ο επόμενος. Τη μάθαμε καλά τη βία τόσο καιρό. Τη θρέψαμε και μας έθρεψε – και πλέον την ανεχόμαστε σαν παλιά γνωστή που έρχεται στο σπίτι για καφέ. Ενίοτε την προσκαλούμε και εμείς. Αυτή η οικειότητα την κάνει διπλά αποκρουστική. Ξέρουμε πως δεν θέλει πολύ από θύτες να γίνουμε θύματα. Κι αν είσαι εσύ εκείνος που «άξιζε» το λιντσάρισμα; Δεν χρειάζεται να είσαι οροθετικός ή ομοφυλόφιλος, το γκάλοπ θα στηθεί έτσι κι αλλιώς.

Δέκα χρόνια πέρασαν και, αλλές φορές δυνατά κι άλλες ψιθυριστά, «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Ισως να μην υπάρχει φράση που να χλευάστηκε περισσότερο απ’ αυτήν στην Ελλάδα της κρίσης. Κατασκευάστηκε, λένε, από ένα τσούρμο «φιλελέδες» που έκλεισαν τα μάτια στις πλατείες διαμαρτυρίας. Χρησιμοποιήθηκε από τους δικούς μας για τους άλλους και από τους άλλους για τους δικούς μας. Στραπατσαρίστηκε από εκείνους που δεν άκουγαν τις κραυγές, δεν είδαν τις πέτρες, από αυτούς που δεν αντέδρασαν σε όσα συνέβαιναν μπροστά τους. Ομως, όντως, στις δημοκρατίες η βία είναι ίδια, απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει αριστερή και δεξιά. Των κακών νοικοκυραίων και των δικαίως αγανακτισμένων. Τα χτυπήματα που γίνονται  στο στομάχι, για να μην αφήσουν σημάδι, κι αυτά που γίνονται στο κεφάλι, για να αφήσουν, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Και έρχονται από το μέσα μας, από το βαθύ που μας λερώνει.