Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να νοιάζονται τόσο πολύ οι άνθρωποι, στη χώρα μας τουλάχιστον, για τον καιρό όσο τα τελευταία χρόνια. Ή μάλλον θυμάμαι. Να ρωτάνε εναγωνίως στο νησί «πόσο τον δίνει;», εννοώντας πόσα μποφόρ προβλέπει το δελτίο. Φυσικό. Οι άνθρωποι εκεί μπαινόβγαιναν καθημερινά σε βαπόρια, καΐκια και βάρκες και οι καιρικές συνθήκες ήταν γι’ αυτούς προϋπόθεση επιβίωσης. Από εκείνη την εποχή θυμάμαι και κάποιους μπαρμπάδες που ήθελαν να ξέρουν αποβραδίς αν την επομένη θα φορούσαν ρεπούμπλικα. Οι υπόλοιποι στο ερώτημα «Τι καιρό θα κάνει τις επόμενες ήμερες;» απαντούσαμε συνήθως: «Γιατί; Εχεις απλώσει τραχανά;».
Πότε αρχίσαμε να ασχολούμαστε τόσο πολύ με τον καιρό; Από τότε που ενταχθήκαμε στην κοινότητα των σόσιαλ μίντια; Ή από τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, όταν τη θέση των μετεωρολόγων στα δελτία άρχισαν να παίρνουν μοντέλα και πρώην εστεμμένες καλλιστείων ανάγοντας το «κορίτσι του καιρού» σε τηλεαστεράκι; Οπως και να ‘ναι, δεν είναι λίγες οι φορές που ακραία καιρικά φαινόμενα αρχίζουν και τελειώνουν – ως προς την «ακρότητά» τους – στο Internet. Ανάλογη περίπτωση ίσως και να είναι ο επερχόμενος, με τροπικά χαρακτηριστικά, κυκλώνας.
Εχω αναλογιστεί πολλές φορές γιατί απασχολεί τόσο πολύ ο καιρός τους κατοίκους των αστικών περιοχών, σε μια εποχή που υποτίθεται ότι έχουμε τα μέσα να αμυνθούμε στα καπρίτσια του. Κι εγώ δηλαδή που επισημαίνω την υπερβολή, άνοιξα προχθές μεγάλη κουβέντα για το πόσο γλυκιά εποχή είναι το φθινόπωρο σε σχέση με τη σκληράδα της άνοιξης για να καταλήξουμε στο «April is the cruelest month» του Τ.Σ. Ελιοτ. Εχω την εντύπωση ότι πρόκειται για μια αταβιστική μνήμη για τα «σημάδια του καιρού» όταν νιώθουμε απροστάτευτοι από τα «σημεία των καιρών». Εξάλλου δεν έχω ακόμη καταλάβει αν το «Ερχεται βροχή, έρχεται μπόρα και παγωνιά, στα πόδια μας ζεστή μια θερμοφόρα, κόκκινη κουβέρτα και παλιά περιοδικά» ο Σαββόπουλος το τραγουδάει ειρωνικά ή παρηγορητικά.